Translation meaning & definition of the word "bluegrass" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλεχάρκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bluegrass
[Γαλαζοπράσινο]/blugræs/
noun
1. Any of various grasses of the genus poa
- synonym:
- bluegrass ,
- blue grass
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα χόρτα του γένους πόα
- συνώνυμο:
- μπλέγκρα ,
- μπλε γρασίδι
2. An area in central kentucky noted for it bluegrass and thoroughbred horses
- synonym:
- Bluegrass ,
- Bluegrass Country ,
- Bluegrass Region
2. Μια περιοχή στο κεντρικό κεντάκι σημείωσε για αυτό μπλεχάρκας και καθαρόαιμα άλογα
- συνώνυμο:
- Γαλαζοπράσινο ,
- Χώρα του Μπλουγκρας ,
- Περιοχή Μπλουγκρας
3. A type of country music played at a rapid tempo on banjos and guitars
- synonym:
- bluegrass
3. Ένας τύπος μουσικής της χώρας έπαιξε με γρήγορο ρυθμό στα μπάντζο και τις κιθάρες
- συνώνυμο:
- μπλέγκρα