Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "blue" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "μπλε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Blue

[Μπλε]
/blu/

noun

1. Blue color or pigment

  • Resembling the color of the clear sky in the daytime
  • "He had eyes of bright blue"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • blueness

1. Μπλε χρώμα ή χρωστική ουσία

  • Μοιάζει με το χρώμα του καθαρού ουρανού την ημέρα
  • "Είχε μάτια από έντονο μπλε"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • γαλαζωπότητα

2. Blue clothing

  • "She was wearing blue"
    synonym:
  • blue

2. Μπλε ρούχα

  • "Φορούσε μπλε"
    συνώνυμο:
  • μπλε

3. Any organization or party whose uniforms or badges are blue

  • "The union army was a vast blue"
    synonym:
  • blue

3. Οποιαδήποτε οργάνωση ή κόμμα του οποίου οι στολές ή τα σήματα είναι μπλε

  • "Ο στρατός της ένωσης ήταν ένα απέραντο μπλε"
    συνώνυμο:
  • μπλε

4. The sky as viewed during daylight

  • "He shot an arrow into the blue"
    synonym:
  • blue sky
  • ,
  • blue
  • ,
  • blue air
  • ,
  • wild blue yonder

4. Ο ουρανός όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας

  • "Έριξε ένα βέλος στο μπλε"
    συνώνυμο:
  • μπλε ουρανός
  • ,
  • μπλε
  • ,
  • μπλε αέρας
  • ,
  • άγριο μπλε εκεί

5. Used to whiten laundry or hair or give it a bluish tinge

    synonym:
  • bluing
  • ,
  • blueing
  • ,
  • blue

5. Χρησιμοποιείται για να λευκαίνει τα ρούχα ή τα μαλλιά ή να του δίνει μια γαλαζωπή απόχρωση

    συνώνυμο:
  • μπλε

6. The sodium salt of amobarbital that is used as a barbiturate

  • Used as a sedative and a hypnotic
    synonym:
  • amobarbital sodium
  • ,
  • blue
  • ,
  • blue angel
  • ,
  • blue devil
  • ,
  • Amytal

6. Το άλας νατρίου της αμοβαρβιτάλης που χρησιμοποιείται ως βαρβιτουρικό

  • Χρησιμοποιείται ως ηρεμιστικό και υπνωτικό
    συνώνυμο:
  • νατριούχος αμοβαρβιτάλη
  • ,
  • μπλε
  • ,
  • μπλε άγγελος
  • ,
  • μπλε διάβολος
  • ,
  • Αμυτάλη

7. Any of numerous small butterflies of the family lycaenidae

    synonym:
  • blue

7. Οποιαδήποτε από τις πολυάριθμες μικρές πεταλούδες της οικογένειας lycaenidae

    συνώνυμο:
  • μπλε

verb

1. Turn blue

    synonym:
  • blue

1. Γίνε μπλε

    συνώνυμο:
  • μπλε

adjective

1. Of the color intermediate between green and violet

  • Having a color similar to that of a clear unclouded sky
  • "October's bright blue weather"- helen hunt jackson
  • "A blue flame"
  • "Blue haze of tobacco smoke"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • bluish
  • ,
  • blueish

1. Του ενδιάμεσου χρώματος μεταξύ πράσινου και βιολετί

  • Έχοντας ένα χρώμα παρόμοιο με αυτό ενός καθαρού ασύννεφου ουρανού
  • "Ο λαμπερός μπλε καιρός του οκτώβρη" - helen hunt jackson
  • "Μια μπλε φλόγα"
  • "Μπλε ομίχλη καπνού τσιγάρου"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • γαλαζωπός

2. Used to signify the union forces in the american civil war (who wore blue uniforms)

  • "A ragged blue line"
    synonym:
  • blue

2. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις δυνάμεις της ένωσης στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο (που φορούσαν μπλε στολές)

  • "Μια κουρελιασμένη μπλε γραμμή"
    συνώνυμο:
  • μπλε

3. Filled with melancholy and despondency

  • "Gloomy at the thought of what he had to face"
  • "Gloomy predictions"
  • "A gloomy silence"
  • "Took a grim view of the economy"
  • "The darkening mood"
  • "Lonely and blue in a strange city"
  • "Depressed by the loss of his job"
  • "A dispirited and resigned expression on her face"
  • "Downcast after his defeat"
  • "Feeling discouraged and downhearted"
    synonym:
  • gloomy
  • ,
  • grim
  • ,
  • blue
  • ,
  • depressed
  • ,
  • dispirited
  • ,
  • down(p)
  • ,
  • downcast
  • ,
  • downhearted
  • ,
  • down in the mouth
  • ,
  • low
  • ,
  • low-spirited

3. Γεμάτο μελαγχολία και απελπισία

  • "Ζοφερή στη σκέψη του τι έπρεπε να αντιμετωπίσει"
  • "Ζοφερές προβλέψεις"
  • "Μια ζοφερή σιωπή"
  • "Έβλεπε ζοφερά την οικονομία"
  • "Η σκοτεινή διάθεση"
  • "Μοναχικός και μπλε σε μια παράξενη πόλη"
  • "Καταθλιπτικός από την απώλεια της δουλειάς του"
  • "Μια απογοητευμένη και παραιτημένη έκφραση στο πρόσωπό της"
  • "Καταρρίπτεται μετά την ήττα του"
  • "Αίσθημα αποθάρρυνσης και κακής διάθεσης"
    συνώνυμο:
  • ζοφερός
  • ,
  • μπλε
  • ,
  • καταθλιπτικός
  • ,
  • απογοητευμένος
  • ,
  • κάτω(p)
  • ,
  • κατεβασμένος
  • ,
  • κατηφής
  • ,
  • κάτω στο στόμα
  • ,
  • χαμηλός
  • ,
  • χαμηλόπνευμα

4. Characterized by profanity or cursing

  • "Foul-mouthed and blasphemous"
  • "Blue language"
  • "Profane words"
    synonym:
  • blasphemous
  • ,
  • blue
  • ,
  • profane

4. Χαρακτηρίζεται από βωμολοχίες ή βρισιές

  • "Βρωμόστομος και βλάσφημος"
  • "Γαλάζια γλώσσα"
  • "Βέβηλα λόγια"
    συνώνυμο:
  • βλάσφημοσ
  • ,
  • μπλε
  • ,
  • βέβηλος

5. Suggestive of sexual impropriety

  • "A blue movie"
  • "Blue jokes"
  • "He skips asterisks and gives you the gamy details"
  • "A juicy scandal"
  • "A naughty wink"
  • "Naughty words"
  • "Racy anecdotes"
  • "A risque story"
  • "Spicy gossip"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • gamy
  • ,
  • gamey
  • ,
  • juicy
  • ,
  • naughty
  • ,
  • racy
  • ,
  • risque
  • ,
  • spicy

5. Υποδηλώνει σεξουαλική ανάρμοστη

  • "Μια μπλε ταινία"
  • "Μπλε αστεία"
  • "Παραλείπει τους αστερίσκους και σου δίνει τις γαμάτες λεπτομέρειες"
  • "Ένα ζουμερό σκάνδαλο"
  • "Ένα άτακτο κλείσιμο του ματιού"
  • "Άτακτα λόγια"
  • "Ανέκδοτα της τρέξι"
  • "Μια ριψοκίνδυνη ιστορία"
  • "Πικάντικα κουτσομπολιά"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • gamy
  • ,
  • παιχνιδιάρης
  • ,
  • ζουμερό
  • ,
  • άτακτος
  • ,
  • racy
  • ,
  • risque
  • ,
  • πικάντικο

6. Belonging to or characteristic of the nobility or aristocracy

  • "An aristocratic family"
  • "Aristocratic bostonians"
  • "Aristocratic government"
  • "A blue family"
  • "Blue blood"
  • "The blue-blooded aristocracy"
  • "Of gentle blood"
  • "Patrician landholders of the american south"
  • "Aristocratic bearing"
  • "Aristocratic features"
  • "Patrician tastes"
    synonym:
  • aristocratic
  • ,
  • aristocratical
  • ,
  • blue
  • ,
  • blue-blooded
  • ,
  • gentle
  • ,
  • patrician

6. Ανήκει ή είναι χαρακτηριστικό των ευγενών ή της αριστοκρατίας

  • "Μια αριστοκρατική οικογένεια"
  • "Αριστοκράτες βοστωνέζοι"
  • "Αριστοκρατική κυβέρνηση"
  • "Μια μπλε οικογένεια"
  • "Γαλάζιο αίμα"
  • "Η γαλαζοαίματη αριστοκρατία"
  • "Απαλού αίματος"
  • "Πατρίκιοι γαιοκτήμονες του αμερικανικού νότου"
  • "Αριστοκρατική φέρουσα"
  • "Αριστοκρατικά χαρακτηριστικά"
  • "Γεύσεις πατρικίου"
    συνώνυμο:
  • αριστοκρατικόσ
  • ,
  • μπλε
  • ,
  • γαλαζοαίματος
  • ,
  • απαλός
  • ,
  • πατρίκιος

7. Morally rigorous and strict

  • "The puritan work ethic"
  • "Puritanic distaste for alcohol"
  • "She was anything but puritanical in her behavior"
    synonym:
  • blue(a)
  • ,
  • puritanic
  • ,
  • puritanical

7. Ηθικά αυστηρή και αυστηρή

  • "Η πουριτανική εργασιακή ηθική"
  • "Πουριτανική απέχθεια για το αλκοόλ"
  • "Ήταν κάθε άλλο παρά πουριτανή στη συμπεριφορά της"
    συνώνυμο:
  • μπλε(α)
  • ,
  • πουριτανικός
  • ,
  • πουριτανικόσ

8. Causing dejection

  • "A blue day"
  • "The dark days of the war"
  • "A week of rainy depressing weather"
  • "A disconsolate winter landscape"
  • "The first dismal dispiriting days of november"
  • "A dark gloomy day"
  • "Grim rainy weather"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • dark
  • ,
  • dingy
  • ,
  • disconsolate
  • ,
  • dismal
  • ,
  • gloomy
  • ,
  • grim
  • ,
  • sorry
  • ,
  • drab
  • ,
  • drear
  • ,
  • dreary

8. Προκαλώντας απογοήτευση

  • "Μια μπλε μέρα"
  • "Οι σκοτεινές μέρες του πολέμου"
  • "Μια εβδομάδα βροχερού καταθλιπτικού καιρού"
  • "Ένα απαρηγόρητο χειμερινό τοπίο"
  • "Οι πρώτες θλιβερές απογοητευτικές μέρες του νοεμβρίου"
  • "Μια σκοτεινή ζοφερή μέρα"
  • "Ζοφερός βροχερός καιρός"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • σκοτεινός
  • ,
  • βρώμικο
  • ,
  • απαρηγόρητοσ
  • ,
  • θλιβερός
  • ,
  • ζοφερός
  • ,
  • συγνώμη
  • ,
  • drab

Examples of using

My whole body is black and blue.
Όλο μου το σώμα είναι μαύρο και μπλε.
The great blue whale is the largest animal to have ever existed.
Η μεγάλη γαλάζια φάλαινα είναι το μεγαλύτερο ζώο που υπήρξε ποτέ.
Write your answer into the following blue field.
Γράψτε την απάντησή σας στο παρακάτω μπλε πεδίο.