Translation meaning & definition of the word "blowtorch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυγμαχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blowtorch
[Φυσητήρασ]/bloʊtɔrʧ/
noun
1. A burner that mixes air and gas to produce a very hot flame
- synonym:
- blowtorch ,
- torch ,
- blowlamp
1. Ένας καυστήρας που αναμιγνύει τον αέρα και το αέριο για να παραγάγει μια πολύ καυτή φλόγα
- συνώνυμο:
- φυσητήρας ,
- φακός ,
- λάμπα πυροδότησησ