Translation meaning & definition of the word "blowfish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blowfish
[Καραβίδα]/bloʊfɪʃ/
noun
1. Delicacy that is highly dangerous because of a potent nerve poison in ovaries and liver
- synonym:
- blowfish ,
- sea squab ,
- puffer ,
- pufferfish
1. Λιχουδιά που είναι εξαιρετικά επικίνδυνη λόγω ενός ισχυρού νευρικού δηλητηρίου στις ωοθήκες και το συκώτι
- συνώνυμο:
- παντελόνι ,
- πλακόστρωτο ,
- πρησμένοσ
2. Any of numerous marine fishes whose elongated spiny body can inflate itself with water or air to form a globe
- Several species contain a potent nerve poison
- Closely related to spiny puffers
- synonym:
- puffer ,
- pufferfish ,
- blowfish ,
- globefish
2. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα θαλάσσια ψάρια των οποίων το επιμήκη αγκαθωτό σώμα μπορεί να διογκωθεί με νερό ή αέρα για να σχηματίσει μια σφαίρα
- Πολλά είδη περιέχουν ισχυρό νευρικό δηλητήριο
- Στενά συνδεδεμένος με αγκαθωτά πρηξίματα
- συνώνυμο:
- πρησμένοσ ,
- παντελόνι ,
- σφαιροειδήσ