Translation meaning & definition of the word "blow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύση" στην ελληνική γλώσσα
Blow
[Φυσήξτε]noun
1. A powerful stroke with the fist or a weapon
- "A blow on the head"
- synonym:
- blow
1. Ένα ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο με τη γροθιά ή ένα όπλο
- "Ένα χτύπημα στο κεφάλι"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
2. An impact (as from a collision)
- "The bump threw him off the bicycle"
- synonym:
- blow ,
- bump
2. Μια κρούση (α από μια σύγκρουση)
- "Το χτύπημα τον πέταξε από το ποδήλατο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- πτώση
3. An unfortunate happening that hinders or impedes
- Something that is thwarting or frustrating
- synonym:
- reverse ,
- reversal ,
- setback ,
- blow ,
- black eye
3. Ένα ατυχές συμβάν που εμποδίζει ή εμποδίζει
- Κάτι που εμποδίζει ή είναι απογοητευτικό
- συνώνυμο:
- αντίστροφη ,
- αντιστροφή ,
- αποτυχία ,
- χτύπημα ,
- μαύρο μάτι
4. An unpleasant or disappointing surprise
- "It came as a shock to learn that he was injured"
- synonym:
- shock ,
- blow
4. Μια δυσάρεστη ή απογοητευτική έκπληξη
- "Ήλθε ως σοκ για να μάθει ότι τραυματίστηκε"
- συνώνυμο:
- σοκ ,
- χτύπημα
5. A strong current of air
- "The tree was bent almost double by the gust"
- synonym:
- gust ,
- blast ,
- blow
5. Ένα ισχυρό ρεύμα αέρα
- "Το δέντρο ήταν λυγισμένο σχεδόν διπλάσιο από τη ριπή"
- συνώνυμο:
- αποβάθρα ,
- έκρηξη ,
- χτύπημα
6. Street names for cocaine
- synonym:
- coke ,
- blow ,
- nose candy ,
- snow ,
- C
6. Ονόματα οδών για την κοκαΐνη
- συνώνυμο:
- κοκ ,
- χτύπημα ,
- καραμέλα μύτης ,
- χιόνι ,
- Γ
7. Forceful exhalation through the nose or mouth
- "He gave his nose a loud blow"
- "He blew out all the candles with a single puff"
- synonym:
- blow ,
- puff
7. Ισχυρή εκπνοή μέσω της μύτης ή του στόματος
- "Έδωσε στη μύτη του ένα δυνατό χτύπημα"
- "Ανατίναξε όλα τα κεριά με ένα μόνο σφουγγάρι"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- φούσκα
verb
1. Exhale hard
- "Blow on the soup to cool it down"
- synonym:
- blow
1. Εκπνέω σκληρά
- "Φυσήξτε τη σούπα για να την κρυώσετε"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
2. Be blowing or storming
- "The wind blew from the west"
- synonym:
- blow
2. Φυσάει ή κατακλύζεται
- "Ο άνεμος φυσούσε από τη δύση"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
3. Free of obstruction by blowing air through
- "Blow one's nose"
- synonym:
- blow
3. Χωρίς απόφραξη από φυσώντας αέρα μέσα
- "Φυσήξτε τη μύτη κάποιου"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
4. Be in motion due to some air or water current
- "The leaves were blowing in the wind"
- "The boat drifted on the lake"
- "The sailboat was adrift on the open sea"
- "The shipwrecked boat drifted away from the shore"
- synonym:
- float ,
- drift ,
- be adrift ,
- blow
4. Να είναι σε κίνηση λόγω κάποιου ρεύματος αέρα ή νερού
- "Τα φύλλα φυσούσαν στον άνεμο"
- "Το σκάφος παρασύρθηκε στη λίμνη"
- "Το ιστιοφόρο ήταν παραμορφωμένο στην ανοιχτή θάλασσα"
- "Το ναυαγισμένο σκάφος απομακρύνθηκε από την ακτή"
- συνώνυμο:
- επιπλέω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- είμαι πανέξυπνος ,
- χτύπημα
5. Make a sound as if blown
- "The whistle blew"
- synonym:
- blow
5. Κάντε έναν ήχο σαν να φυσάει
- "Το σφύριγμα φύσηξε"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
6. Shape by blowing
- "Blow a glass vase"
- synonym:
- blow
6. Σχήμα με φυσήγμα
- "Φυσήξτε ένα γυάλινο βάζο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
7. Make a mess of, destroy or ruin
- "I botched the dinner and we had to eat out"
- "The pianist screwed up the difficult passage in the second movement"
- synonym:
- botch ,
- bodge ,
- bumble ,
- fumble ,
- botch up ,
- muff ,
- blow ,
- flub ,
- screw up ,
- ball up ,
- spoil ,
- muck up ,
- bungle ,
- fluff ,
- bollix ,
- bollix up ,
- bollocks ,
- bollocks up ,
- bobble ,
- mishandle ,
- louse up ,
- foul up ,
- mess up ,
- fuck up
7. Κάντε ένα χάος, καταστρέψτε ή καταστρέψτε
- "Ενοχλούσα το δείπνο και έπρεπε να φάμε έξω"
- "Ο πιανίστας βίδωσε το δύσκολο πέρασμα στη δεύτερη κίνηση"
- συνώνυμο:
- μποτ ,
- αναβλύζω ,
- πουλί ,
- ανακατώνω ,
- μανιφέσ ,
- χτύπημα ,
- πτερύγιο ,
- βιδώνω ,
- παίζω ,
- αλλοιώνω ,
- πατώ ,
- βουλή ,
- χαρακτηρίζω ,
- μπολλίκ ,
- ανεβαίνω ,
- μπολάκια ,
- πετάω ,
- παλλόμενοσ ,
- αναλαμπή ,
- ξεφυτρώνω ,
- φάουλ ,
- γαμώ
8. Spend thoughtlessly
- Throw away
- "He wasted his inheritance on his insincere friends"
- "You squandered the opportunity to get and advanced degree"
- synonym:
- waste ,
- blow ,
- squander
8. Ξοδεύω ανεξίτηλα
- Πετάω
- "Σπατάλησε την κληρονομιά του στους ανειλικρινείς φίλους του"
- "Σπατάλησες την ευκαιρία να πάρεις και προχωρημένο πτυχίο"
- συνώνυμο:
- απόβλητα ,
- χτύπημα ,
- σπαταλώ
9. Spend lavishly or wastefully on
- "He blew a lot of money on his new home theater"
- synonym:
- blow
9. Ξοδεύετε πλούσια ή σπάταλα
- "Φύσηξε πολλά χρήματα στο νέο του θέατρο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
10. Sound by having air expelled through a tube
- "The trumpets blew"
- synonym:
- blow
10. Ήχος με την εξάλειψη του αέρα μέσω ενός σωλήνα
- "Οι τρομπέτες φύσηξαν"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
11. Play or sound a wind instrument
- "She blew the horn"
- synonym:
- blow
11. Παίξτε ή να ηχήσετε ένα όργανο ανέμου
- "Φύσηξε το κέρατο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
12. Provide sexual gratification through oral stimulation
- synonym:
- fellate ,
- suck ,
- blow ,
- go down on
12. Παροχή σεξουαλικής ικανοποίησης μέσω της στοματικής διέγερσης
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- πειράζω ,
- χτύπημα ,
- κατεβαίνω
13. Cause air to go in, on, or through
- "Blow my hair dry"
- synonym:
- blow
13. Προκαλέστε τον αέρα να μπει, να ενεργοποιηθεί ή να περάσει
- "Φυσήξτε τα μαλλιά μου στεγνά"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
14. Cause to move by means of an air current
- "The wind blew the leaves around in the yard"
- synonym:
- blow
14. Αιτία να κινηθεί μέσω ενός ρεύματος αέρα
- "Ο άνεμος φύσηξε τα φύλλα γύρω στην αυλή"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
15. Spout moist air from the blowhole
- "The whales blew"
- synonym:
- blow
15. Στόμιο υγρό αέρα από την τρύπα
- "Οι φάλαινες φυσούσαν"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
16. Leave
- Informal or rude
- "Shove off!"
- "The children shoved along"
- "Blow now!"
- synonym:
- shove off ,
- shove along ,
- blow
16. Αφήνω
- Ανεπίσημη ή αγενής
- "Απενεργοποίηση!"
- "Τα παιδιά τα πήγαιναν"
- "Φυσήξτε τώρα!"
- συνώνυμο:
- απομακρύνομαι ,
- παρασυρόμαστε ,
- χτύπημα
17. Lay eggs
- "Certain insects are said to blow"
- synonym:
- blow
17. Γεννάω αυγά
- "Ορισμένα έντομα λέγεται ότι φυσούν"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
18. Cause to be revealed and jeopardized
- "The story blew their cover"
- "The double agent was blown by the other side"
- synonym:
- blow
18. Αιτία που αποκαλύπτεται και διακινδυνεύεται
- "Η ιστορία τους ανατίναξε το εξώφυλλο"
- "Ο διπλός πράκτορας εκτινάχθηκε από την άλλη πλευρά"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
19. Show off
- synonym:
- boast ,
- tout ,
- swash ,
- shoot a line ,
- brag ,
- gas ,
- blow ,
- bluster ,
- vaunt ,
- gasconade
19. Επιδεικνύω
- συνώνυμο:
- καυχιέται ,
- περιπλανώμαι ,
- πλημμυρίζω ,
- πυροβολώ ,
- μπραγκ ,
- αέριο ,
- χτύπημα ,
- αστραπή ,
- αποτυγχάνω ,
- αεριοφυλάκιο
20. Allow to regain its breath
- "Blow a horse"
- synonym:
- blow
20. Αφήστε το να ανακτήσει την αναπνοή του
- "Φυσήξτε ένα άλογο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
21. Melt, break, or become otherwise unusable
- "The lightbulbs blew out"
- "The fuse blew"
- synonym:
- blow out ,
- burn out ,
- blow
21. Λιώστε, σπάστε ή καταστείτε άχρηστο
- "Οι λάμπες ανατινάχτηκαν"
- "Η ασφάλεια φύσηξε"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- καίγομαι ,
- χτύπημα
22. Burst suddenly
- "The tire blew"
- "We blew a tire"
- synonym:
- blow
22. Ξέσπασε ξαφνικά
- "Το ελαστικό ανατινάχθηκε"
- "Φύσαμε ένα λάστιχο"
- συνώνυμο:
- χτύπημα