Translation meaning & definition of the word "blot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blot
[Στίγμα]/blɑt/
noun
1. A blemish made by dirt
- "He had a smudge on his cheek"
- synonym:
- smudge ,
- spot ,
- blot ,
- daub ,
- smear ,
- smirch ,
- slur
1. Μια ψεγάδι φτιαγμένη από βρωμιά
- "Είχε ένα λεύκωμα στο μάγουλό του"
- συνώνυμο:
- λερώνω ,
- σημείο ,
- κηλίδα ,
- ντάουμπ ,
- επίχρισμα ,
- ανακατώνω ,
- παραφωνώ
2. An act that brings discredit to the person who does it
- "He made a huge blot on his copybook"
- synonym:
- blot ,
- smear ,
- smirch ,
- spot ,
- stain
2. Μια πράξη που φέρνει δυσφήμιση στο άτομο που το κάνει
- "Έφτιαξε μια τεράστια κηλίδα στο βιβλίο του"
- συνώνυμο:
- κηλίδα ,
- επίχρισμα ,
- ανακατώνω ,
- σημείο ,
- λεπτός
verb
1. Dry (ink) with blotting paper
- synonym:
- blot
1. Ξηρό (ι) με χαρτί κηλίδωσης
- συνώνυμο:
- κηλίδα
2. Make a spot or mark onto
- "The wine spotted the tablecloth"
- synonym:
- spot ,
- fleck ,
- blob ,
- blot
2. Φτιάξτε ένα σημείο ή ένα σημάδι
- "Το κρασί είδε το τραπεζομάντιλο"
- συνώνυμο:
- σημείο ,
- φλαμ ,
- παραφλασμόσ ,
- κηλίδα