Translation meaning & definition of the word "bloomer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλούμερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bloomer
[Βλουκώδησ]/blumər/
noun
1. A flower that blooms in a particular way
- "A night bloomer"
- synonym:
- bloomer
1. Ένα λουλούδι που ανθίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο
- "Ένα νυχτερινό ανθισμένο"
- συνώνυμο:
- φουσκωμένοσ
2. An embarrassing mistake
- synonym:
- blunder ,
- blooper ,
- bloomer ,
- bungle ,
- pratfall ,
- foul-up ,
- fuckup ,
- flub ,
- botch ,
- boner ,
- boo-boo
2. Ένα ενοχλητικό λάθος
- συνώνυμο:
- αποσβήνω ,
- ανθισμένοσ ,
- φουσκωμένοσ ,
- βουλή ,
- πρατό ,
- ανατρεπόμενοσ ,
- γαμώ ,
- πτερύγιο ,
- μποτ ,
- παραπονιέμαι ,
- μπο-μπόο