Translation meaning & definition of the word "blocking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλοκάρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blocking
[Αποκλεισμός]/blɑkɪŋ/
noun
1. The act of obstructing or deflecting someone's movements
- synonym:
- blocking ,
- block
1. Η πράξη της παρεμπόδισης ή της εκτροπής των κινήσεων κάποιου
- συνώνυμο:
- αποκλεισμός ,
- μπλοκ
Examples of using
That car is blocking traffic.
Το αυτοκίνητο αυτό εμποδίζει την κυκλοφορία.