Translation meaning & definition of the word "block" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλοκ" στην ελληνική γλώσσα
Block
[Μπλοκ]noun
1. A solid piece of something (usually having flat rectangular sides)
- "The pyramids were built with large stone blocks"
- synonym:
- block
1. Ένα στερεό κομμάτι από κάτι (συνήθως έχει επίπεδες ορθογώνιες πλευρές)
- "Οι πυραμίδες χτίστηκαν με μεγάλα πέτρινα τετράγωνα"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
2. A rectangular area in a city surrounded by streets and usually containing several buildings
- "He lives in the next block"
- synonym:
- block ,
- city block
2. Μια ορθογώνια περιοχή σε μια πόλη που περιβάλλεται από δρόμους και συνήθως περιέχει πολλά κτίρια
- "Ζει στο επόμενο μπλοκ"
- συνώνυμο:
- μπλοκ ,
- μπλοκ πόλης
3. A three-dimensional shape with six square or rectangular sides
- synonym:
- block ,
- cube
3. Ένα τρισδιάστατο σχήμα με έξι τετράγωνες ή ορθογώνιες πλευρές
- συνώνυμο:
- μπλοκ ,
- κύβος
4. A number or quantity of related things dealt with as a unit
- "He reserved a large block of seats"
- "He held a large block of the company's stock"
- synonym:
- block
4. Ένας αριθμός ή ποσότητα σχετικών πραγμάτων που αντιμετωπίζονται ως μονάδα
- "Επιφύλαξε ένα μεγάλο μπλοκ καθισμάτων"
- "Κατείχε ένα μεγάλο μπλοκ του αποθέματος της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
5. Housing in a large building that is divided into separate units
- "There is a block of classrooms in the west wing"
- synonym:
- block
5. Κατοικία σε ένα μεγάλο κτίριο που χωρίζεται σε ξεχωριστές μονάδες
- "Υπάρχει ένα τετράγωνο αίθουσες διδασκαλίας στη δυτική πτέρυγα"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
6. (computer science) a sector or group of sectors that function as the smallest data unit permitted
- "Since blocks are often defined as a single sector, the terms `block' and `sector' are sometimes used interchangeably"
- synonym:
- block
6. (επιστήμη υπολογιστών) τομέας ή ομάδα τομέων που λειτουργούν ως η μικρότερη μονάδα δεδομένων επιτρέπεται
- "Τα μπλοκ από τα δεσμά ορίζονται συχνά ως ένας ενιαίος τομέας, οι όροι `μπλοκ' και `τομέας' χρησιμοποιούνται μερικές φορές εναλλακτικά"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
7. An inability to remember or think of something you normally can do
- Often caused by emotional tension
- "I knew his name perfectly well but i had a temporary block"
- synonym:
- block ,
- mental block
7. Αδυναμία να θυμηθείτε ή να σκεφτείτε κάτι που συνήθως μπορείτε να κάνετε
- Συχνά προκαλείται από συναισθηματική ένταση
- "Ήξερα το όνομά του απόλυτα καλά, αλλά είχα ένα προσωρινό μπλοκ"
- συνώνυμο:
- μπλοκ ,
- ψυχολογικό μπλοκ
8. A simple machine consisting of a wheel with a groove in which a rope can run to change the direction or point of application of a force applied to the rope
- synonym:
- pulley ,
- pulley-block ,
- pulley block ,
- block
8. Μια απλή μηχανή που αποτελείται από έναν τροχό με ένα αυλάκι στο οποίο ένα σχοινί μπορεί να τρέξει για να αλλάξει την κατεύθυνση
- συνώνυμο:
- τροχαλία ,
- μπλοκ τροχαλιών ,
- μπλοκ
9. A metal casting containing the cylinders and cooling ducts of an engine
- "The engine had to be replaced because the block was cracked"
- synonym:
- engine block ,
- cylinder block ,
- block
9. Μια χύτευση μετάλλων που περιέχει τους κυλίνδρους και τους αγωγούς ψύξης ενός κινητήρα
- "Ο κινητήρας έπρεπε να αντικατασταθεί επειδή το μπλοκ ήταν ραγισμένο"
- συνώνυμο:
- μπλοκ μηχανών ,
- μπλοκ κυλίνδρων ,
- μπλοκ
10. An obstruction in a pipe or tube
- "We had to call a plumber to clear out the blockage in the drainpipe"
- synonym:
- blockage ,
- block ,
- closure ,
- occlusion ,
- stop ,
- stoppage
10. Μια απόφραξη σε ένα σωλήνα ή σωλήνα
- "Έπρεπε να καλέσουμε έναν υδραυλικό για να καθαρίσουμε το μπλοκάρισμα στο σωλήνα αποχέτευσης"
- συνώνυμο:
- απόφραξη ,
- μπλοκ ,
- κλείσιμο ,
- σταματώ ,
- διακοπή
11. A platform from which an auctioneer sells
- "They put their paintings on the block"
- synonym:
- auction block ,
- block
11. Μια πλατφόρμα από την οποία πωλείται ένας δημοπράτης
- "Έβαλαν τους πίνακές τους στο μπλοκ"
- συνώνυμο:
- μπλοκ δημοπρασίας ,
- μπλοκ
12. The act of obstructing or deflecting someone's movements
- synonym:
- blocking ,
- block
12. Η πράξη της παρεμπόδισης ή της εκτροπής των κινήσεων κάποιου
- συνώνυμο:
- αποκλεισμός ,
- μπλοκ
verb
1. Render unsuitable for passage
- "Block the way"
- "Barricade the streets"
- "Stop the busy road"
- synonym:
- barricade ,
- block ,
- blockade ,
- stop ,
- block off ,
- block up ,
- bar
1. Καταστήστε ακατάλληλο για πέρασμα
- "Αποκλείστε το δρόμο"
- "Φράγματα στους δρόμους"
- "Σταματήστε τον πολυσύχναστο δρόμο"
- συνώνυμο:
- οδόφραγμα ,
- μπλοκ ,
- αποκλεισμός ,
- σταματώ ,
- αποκλείω ,
- μπλοκάρω ,
- μπαρ
2. Hinder or prevent the progress or accomplishment of
- "His brother blocked him at every turn"
- synonym:
- obstruct ,
- blockade ,
- block ,
- hinder ,
- stymie ,
- stymy ,
- embarrass
2. Παρεμπόδιση ή αποτροπή της προόδου ή της επίτευξης
- "Ο αδελφός του τον μπλόκαρε σε κάθε στροφή"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- αποκλεισμός ,
- μπλοκ ,
- στυμη ,
- στυμικόσ ,
- ντροπή
3. Stop from happening or developing
- "Block his election"
- "Halt the process"
- synonym:
- stop ,
- halt ,
- block ,
- kibosh
3. Σταματήστε να συμβαίνετε ή να αναπτύσσεστε
- "Κλείστε τις εκλογές σας"
- "Ακολουθήστε τη διαδικασία"
- συνώνυμο:
- σταματώ ,
- σταμάτημα ,
- μπλοκ ,
- κιμπό
4. Interfere with or prevent the reception of signals
- "Jam the voice of america"
- "Block the signals emitted by this station"
- synonym:
- jam ,
- block
4. Παρεμβαίνει ή αποτρέπει τη λήψη σημάτων
- "Τζαμ η φωνή της αμερικής"
- "Αποκλείστε τα σήματα που εκπέμπονται από αυτόν τον σταθμό"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα ,
- μπλοκ
5. Run on a block system
- "Block trains"
- synonym:
- block
5. Εκτελέστε ένα σύστημα μπλοκ
- "Αποκλεισμός τρένων"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
6. Interrupt the normal function of by means of anesthesia
- "Block a nerve"
- "Block a muscle"
- synonym:
- block
6. Διακόψτε την κανονική λειτουργία του με αναισθησία
- "Μπλοκάρει ένα νεύρο"
- "Μπλοκάρει ένα μυ"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
7. Shut out from view or get in the way so as to hide from sight
- "The thick curtain blocked the action on the stage"
- "The trees obstruct my view of the mountains"
- synonym:
- obstruct ,
- block
7. Αποκλείστε από τη θέα ή μπείτε στο δρόμο για να κρυφτείτε από την όραση
- "Η παχιά κουρτίνα μπλόκαρε τη δράση στη σκηνή"
- "Τα δέντρα εμποδίζουν την άποψή μου για τα βουνά"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- μπλοκ
8. Stamp or emboss a title or design on a book with a block
- "Block the book cover"
- synonym:
- block
8. Σφραγίδα ή ανάγλυφο τίτλου ή σχεδίου σε ένα βιβλίο με ένα μπλοκ
- "Αποκλείστε το εξώφυλλο του βιβλίου"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
9. Obstruct
- "My nose is all stuffed"
- "Her arteries are blocked"
- synonym:
- stuff ,
- lug ,
- choke up ,
- block
9. Εμποδίζω
- "Η μύτη μου είναι γεμάτη"
- "Οι αρτηρίες του είναι μπλοκαρισμένες"
- συνώνυμο:
- πράγματα ,
- λουγκ ,
- πνίγομαι ,
- μπλοκ
10. Block passage through
- "Obstruct the path"
- synonym:
- obstruct ,
- obturate ,
- impede ,
- occlude ,
- jam ,
- block ,
- close up
10. Μπλοκ πέρασμα μέσω
- "Ανοίξτε το μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- ακουστικός ,
- αποφράξει ,
- μαρμελάδα ,
- μπλοκ ,
- κλείνω
11. Support, secure, or raise with a block
- "Block a plate for printing"
- "Block the wheels of a car"
- synonym:
- block
11. Υποστήριξη, ασφάλεια ή αύξηση με ένα μπλοκ
- "Αποκλείστε ένα πιάτο για εκτύπωση"
- "Αποκλείστε τους τροχούς ενός αυτοκινήτου"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
12. Impede the movement of (an opponent or a ball)
- "Block an attack"
- synonym:
- parry ,
- block ,
- deflect
12. Εμποδίζει την κίνηση του (ανού αντιπάλου ή ενός μπαλ)
- "Αποκλείστε μια επίθεση"
- συνώνυμο:
- παραπλεύρωση ,
- μπλοκ ,
- εκτρέπω
13. Be unable to remember
- "I'm drawing a blank"
- "You are blocking the name of your first wife!"
- synonym:
- forget ,
- block ,
- blank out ,
- draw a blank
13. Αδυνατώ να θυμηθώ
- "Σχεδιάζω ένα κενό"
- "Μπλοκάρετε το όνομα της πρώτης σας γυναίκας!"
- συνώνυμο:
- ξεχνώ ,
- μπλοκ ,
- αποκαλύπτω ,
- σχεδιάζω
14. Shape by using a block
- "Block a hat"
- "Block a garment"
- synonym:
- block
14. Μορφοποίηση με χρήση ενός μπλοκ
- "Κλειδώστε ένα καπέλο"
- "Αποκλείστε ένα ρούχο"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
15. Shape into a block or blocks
- "Block the graphs so one can see the results clearly"
- synonym:
- block
15. Μορφοποιήστε σε ένα μπλοκ ή μπλοκ
- "Αποκλείστε τα γραφήματα ώστε να μπορείτε να δείτε τα αποτελέσματα καθαρά"
- συνώνυμο:
- μπλοκ
16. Prohibit the conversion or use of (assets)
- "Blocked funds"
- "Freeze the assets of this hostile government"
- synonym:
- freeze ,
- block ,
- immobilize ,
- immobilise
16. Απαγορεύστε τη μετατροπή ή τη χρήση (ασετσι)
- "Μπλοκαρισμένα κεφάλαια"
- "Πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων αυτής της εχθρικής κυβέρνησης"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- μπλοκ ,
- ακινητοποιώ ,
- ακινητοποίηση