Translation meaning & definition of the word "blizzard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blizzard
[Χιονοθύελλα]/blɪzərd/
noun
1. A storm with widespread snowfall accompanied by strong winds
- synonym:
- blizzard ,
- snowstorm
1. Μια καταιγίδα με εκτεταμένη χιονόπτωση που συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους
- συνώνυμο:
- χιονοθύελλα
2. A series of unexpected and unpleasant occurrences
- "A rash of bank robberies"
- "A blizzard of lawsuits"
- synonym:
- rash ,
- blizzard
2. Μια σειρά από απροσδόκητα και δυσάρεστα γεγονότα
- "Ένα εξάνθημα τραπεζικών ληστειών"
- "Μια χιονοθύελλα αγωγών"
- συνώνυμο:
- εξάνθημα ,
- χιονοθύελλα