Translation meaning & definition of the word "blindness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυφλότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blindness
[Τυφλότητα]/blaɪndnəs/
noun
1. The state of being blind or lacking sight
- synonym:
- blindness ,
- sightlessness ,
- cecity
1. Η κατάσταση του να είσαι τυφλός ή να στερείται όρασης
- συνώνυμο:
- τύφλωση ,
- απερισκεψία ,
- τεκτονία
Examples of using
Even a glass eye can see its blindness.
Ακόμη και ένα γυάλινο μάτι μπορεί να δει την τύφλωσή του.
This disease causes blindness.
Αυτή η ασθένεια προκαλεί τύφλωση.