Translation meaning & definition of the word "blindfold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυφλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blindfold
[Τυφλός]/blaɪndfoʊld/
noun
1. A cloth used to cover the eyes
- synonym:
- blindfold
1. Ένα πανί που χρησιμοποιείται για να καλύψει τα μάτια
- συνώνυμο:
- τυφλόσ
verb
1. Cover the eyes of (someone) to prevent him from seeing
- "The hostage was blindfolded and driven away"
- synonym:
- blindfold
1. Καλύψτε τα μάτια του (αποβ) για να τον αποτρέψει από το να δει
- "Ο όμηρος ήταν τυφλός και απομακρυνόταν"
- συνώνυμο:
- τυφλόσ
adjective
1. Wearing a blindfold
- synonym:
- blindfold ,
- blindfolded
1. Φορώντας τα μάτια
- συνώνυμο:
- τυφλόσ ,
- τυφλωμένο