Translation meaning & definition of the word "blimp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αδυναμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blimp
[Σκαλίζω]/blɪmp/
noun
1. Any elderly pompous reactionary ultranationalistic person (after the cartoon character created by sir david low)
- synonym:
- Colonel Blimp ,
- Blimp
1. Κάθε ηλικιωμένος πομπώδης αντιδραστικός υπερεθνικιστής άνθρωπος (μετά τον χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων που δημιούργησε ο σερ ντέιβιντ λόου)
- συνώνυμο:
- Συνταγματάρχης Μπλιμπ ,
- Σκαλίζω
2. A small nonrigid airship used for observation or as a barrage balloon
- synonym:
- blimp ,
- sausage balloon ,
- sausage
2. Ένα μικρό μη αυταρχικό αερόπλοιο που χρησιμοποιείται για την παρατήρηση ή ως μπαλόνι
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνω ,
- μπαλόνι λουκάνικου ,
- λουκάνικο
Examples of using
Have you ever flown in a blimp?
Έχετε πετάξει ποτέ σε μια ριπή?
Have you ever flown in a blimp?
Έχετε πετάξει ποτέ σε μια ριπή?