Translation meaning & definition of the word "blight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτήση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blight
[Ματαίωση]/blaɪt/
noun
1. A state or condition being blighted
- synonym:
- blight
1. Μια κατάσταση ή μια κατάσταση που είναι μαστισμένη
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστική
2. Any plant disease resulting in withering without rotting
- synonym:
- blight
2. Οποιαδήποτε φυτική ασθένεια που οδηγεί σε μαρασμό χωρίς σήψη
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστική
verb
1. Cause to suffer a blight
- "Too much rain may blight the garden with mold"
- synonym:
- blight ,
- plague
1. Επιτρέπει να υποφέρετε από μια ματιά
- "Πολλή βροχή μπορεί να θολώσει τον κήπο με μούχλα"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστική ,
- πανούκλα