Translation meaning & definition of the word "blessing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευλογησία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blessing
[Ευλογία]/blɛsɪŋ/
noun
1. The formal act of approving
- "He gave the project his blessing"
- "His decision merited the approval of any sensible person"
- synonym:
- blessing ,
- approval ,
- approving
1. Η επίσημη πράξη της έγκρισης
- "Έδωσε στο έργο την ευλογία του"
- "Η απόφασή του άξιζε την έγκριση οποιουδήποτε λογικού προσώπου"
- συνώνυμο:
- ευλογία ,
- έγκριση
2. A desirable state
- "Enjoy the blessings of peace"
- "A spanking breeze is a boon to sailors"
- synonym:
- blessing ,
- boon
2. Μια επιθυμητή κατάσταση
- "Απολαύστε τις ευλογίες της ειρήνης"
- "Ένα χτυπητό αεράκι είναι ένα όφελος για τους ναυτικούς"
- συνώνυμο:
- ευλογία ,
- βουνό
3. A short prayer of thanks before a meal
- "Their youngest son said grace"
- synonym:
- grace ,
- blessing ,
- thanksgiving
3. Μια σύντομη προσευχή ευχαριστίας πριν από ένα γεύμα
- "Ο μικρότερος γιος τους είπε χάρη"
- συνώνυμο:
- χάρη ,
- ευλογία ,
- ευχαριστία
4. A ceremonial prayer invoking divine protection
- synonym:
- benediction ,
- blessing
4. Μια τελετουργική προσευχή που επικαλείται τη θεϊκή προστασία
- συνώνυμο:
- βενεδίκτυο ,
- ευλογία
5. The act of praying for divine protection
- synonym:
- blessing ,
- benediction
5. Η πράξη της προσευχής για θεϊκή προστασία
- συνώνυμο:
- ευλογία ,
- βενεδίκτυο
Examples of using
Poverty is, in a sense, a blessing.
Η φτώχεια είναι, κατά μία έννοια, ευλογία.