Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "blessed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευλογημένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Blessed

[Ευλογημένος]
/blɛst/

adjective

1. Highly favored or fortunate (as e.g. by divine grace)

  • "Our blessed land"
  • "The blessed assurance of a steady income"
    synonym:
  • blessed
  • ,
  • blest

1. Ιδιαίτερα ευνοημένος ή τυχερός (ας π.χ. με θεϊκή χάρη)

  • "Η ευλογημένη μας γη"
  • "Η ευλογημένη διαβεβαίωση ενός σταθερού εισοδήματος"
    συνώνυμο:
  • ευλογημένος
  • ,
  • ευλύγιστοσ

2. Worthy of worship

  • "The blessed trinity"
    synonym:
  • Blessed

2. Αξίζει λατρεία

  • "Η ευλογημένη τριάδα"
    συνώνυμο:
  • Ευλογημένος

3. Expletives used informally as intensifiers

  • "He's a blasted idiot"
  • "It's a blamed shame"
  • "A blame cold winter"
  • "Not a blessed dime"
  • "I'll be damned (or blessed or darned or goddamned) if i'll do any such thing"
  • "He's a damn (or goddam or goddamned) fool"
  • "A deuced idiot"
  • "An infernal nuisance"
    synonym:
  • blasted
  • ,
  • blame
  • ,
  • blamed
  • ,
  • blessed
  • ,
  • damn
  • ,
  • damned
  • ,
  • darned
  • ,
  • deuced
  • ,
  • goddam
  • ,
  • goddamn
  • ,
  • goddamned
  • ,
  • infernal

3. Οι εξωτερικές ύλες χρησιμοποιούνται ανεπίσημα ως ενισχυτές

  • "Είναι ένας ανατιναγμένος ηλίθιος"
  • "Είναι μια κατηγορημένη ντροπή"
  • "Ένας ψυχρός χειμώνας"
  • "Όχι μια ευλογημένη δεκάρα"
  • "Θα είμαι καταραμένος ( ευλογημένος ή αγαπημένος ή καταραμένος) αν θα κάνω κάτι τέτοιο"
  • "Είναι ένας καταραμένος ( ή ανόητος ανόητος"
  • "Ένας απογοητευμένος ηλίθιος"
  • "Μια ανεξέλεγκτη ενόχληση"
    συνώνυμο:
  • ανατινάχθηκε
  • ,
  • ευθύνη
  • ,
  • κατηγορητήριο
  • ,
  • ευλογημένος
  • ,
  • γαμώ
  • ,
  • καταραμένος
  • ,
  • αγάπησε
  • ,
  • αποσυντίθεται
  • ,
  • γκόνταμ
  • ,
  • γαμώτο
  • ,
  • απατηλός
  • ,
  • ανακολουθώ

4. Roman catholic

  • Proclaimed one of the blessed and thus worthy of veneration
    synonym:
  • beatified
  • ,
  • blessed

4. Ρωμαιοκαθολικός

  • Διακήρυξε έναν από τους ευλογημένους και επομένως άξιους λατρείας
    συνώνυμο:
  • νικητοποιημένο
  • ,
  • ευλογημένος

5. Enjoying the bliss of heaven

    synonym:
  • blessed

5. Απολαμβάνοντας την ευδαιμονία του ουρανού

    συνώνυμο:
  • ευλογημένος

6. Characterized by happiness and good fortune

  • "A blessed time"
    synonym:
  • blessed

6. Χαρακτηρίζεται από ευτυχία και καλή τύχη

  • "Ευλογημένος χρόνος"
    συνώνυμο:
  • ευλογημένος

Examples of using

Tom is blessed with a cheerful disposition.
Ο Τομ είναι ευλογημένος με μια χαρούμενη διάθεση.
The priest blessed the children.
Ο ιερέας ευλόγησε τα παιδιά.
God has blessed me with riches.
Ο Θεός με ευλόγησε με πλούτη.