Translation meaning & definition of the word "bless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεύθερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bless
[Ευλογία]/blɛs/
verb
1. Give a benediction to
- "The dying man blessed his son"
- synonym:
- bless
1. Δίνω την ευκαιρία να
- "Ο ετοιμοθάνατος άνθρωπος ευλόγησε τον γιο του"
- συνώνυμο:
- ευλογώ
2. Confer prosperity or happiness on
- synonym:
- bless
2. Να προσφέρει ευημερία ή ευτυχία στο
- συνώνυμο:
- ευλογώ
3. Make the sign of the cross over someone in order to call on god for protection
- Consecrate
- synonym:
- bless ,
- sign
3. Κάντε το σημάδι του σταυρού πάνω από κάποιον για να καλέσετε τον θεό για προστασία
- Αφιερώνω
- συνώνυμο:
- ευλογώ ,
- σημάδι
4. Render holy by means of religious rites
- synonym:
- consecrate ,
- bless ,
- hallow ,
- sanctify
4. Να γίνει ιερό μέσω των θρησκευτικών τελετών
- συνώνυμο:
- αφιερώνω ,
- ευλογώ ,
- αγιότητα ,
- αγιάζω
Examples of using
"God bless you." "I'm an atheist."
"Ο Θεός να σε ευλογεί." "Είμαι άθεος."
God bless you!
Ο Θεός να σε ευλογεί!
"God bless you." "I'm an atheist."
"Ο Θεός να σε ευλογεί." "Είμαι άθεος."