Translation meaning & definition of the word "blender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλέντερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blender
[Μπλέντερ]/blɛndər/
noun
1. An electrically powered mixer with whirling blades that mix or chop or liquefy foods
- synonym:
- blender ,
- liquidizer ,
- liquidiser
1. Ένας ηλεκτρικά τροφοδοτημένος αναμίκτης με τις στροβιλιζόμενες λεπίδες που αναμιγνύουν ή ψιλοκόβουν ή υγροποιούν τα τρόφιμα
- συνώνυμο:
- μπλέντερ ,
- υγροποιητήσ ,
- εκκαθαριστήσ