Translation meaning & definition of the word "blend" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδυάστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blend
[Μείγμα]/blɛnd/
noun
1. An occurrence of thorough mixing
- synonym:
- blend
1. Εμφάνιση ενδελεχούς ανάμειξης
- συνώνυμο:
- μείγμα
2. A new word formed by joining two others and combining their meanings
- "`smog' is a blend of `smoke' and `fog'"
- "`motel' is a portmanteau word made by combining `motor' and `hotel'"
- "`brunch' is a well-known portmanteau"
- synonym:
- blend ,
- portmanteau word ,
- portmanteau
2. Μια νέα λέξη που σχηματίζεται ενώνοντας δύο άλλες και συνδυάζοντας τις έννοιές τους
- "Ο καπνός είναι ένα μείγμα `καπνού' και `ομίχλης'"
- "Το μοτέλ είναι μια λέξη πορτμαντώ φτιαγμένη συνδυάζοντας `μοτέρ' και `ξενοδοχείο'"
- "Το γεύμα είναι ένα πολύ γνωστό πορτμαντό"
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- λέξη Πορτμάντε ,
- πορτμαντέο
3. The act of blending components together thoroughly
- synonym:
- blend ,
- blending
3. Η πράξη της ανάμειξης των συστατικών μαζί προσεκτικά
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- ανάμειξη
verb
1. Combine into one
- "Blend the nuts and raisins together"
- "He blends in with the crowd"
- "We don't intermingle much"
- synonym:
- blend ,
- intermix ,
- immingle ,
- intermingle
1. Συνδυάστε σε ένα
- "Ανακατέψτε τα καρύδια και τις σταφίδες μαζί"
- "Συνδυάζεται με το πλήθος"
- "Δεν ανακατεύουμε πολλά"
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- ενδομέσ ,
- ενυδατώνω ,
- ανακατεύω
2. Blend or harmonize
- "This flavor will blend with those in your dish"
- "This sofa won't go with the chairs"
- synonym:
- blend ,
- go ,
- blend in
2. Ανακατέψτε ή εναρμονίστε
- "Αυτή η γεύση θα συνδυαστεί με εκείνους στο πιάτο σας"
- "Αυτός ο καναπές δεν θα πάει με τις καρέκλες"
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- πηγαίνω ,
- αναμιγνύω
3. Mix together different elements
- "The colors blend well"
- synonym:
- blend ,
- flux ,
- mix ,
- conflate ,
- commingle ,
- immix ,
- fuse ,
- coalesce ,
- meld ,
- combine ,
- merge
3. Ανακατέψτε μαζί διαφορετικά στοιχεία
- "Τα χρώματα δένουν καλά"
- συνώνυμο:
- μείγμα ,
- ροή ,
- ανακατεύω ,
- συγχέω ,
- εμπρόθεμη ,
- ασφάλεια ,
- συναναστρέφομαι ,
- λιωμένος ,
- συνδυάζω ,
- συγχώνευση