Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bleed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιμορραγία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bleed

[Λερώνω]
/blid/

verb

1. Lose blood from one's body

    synonym:
  • shed blood
  • ,
  • bleed
  • ,
  • hemorrhage

1. Χάνεις αίμα από το σώμα σου

    συνώνυμο:
  • αποβάλλω
  • ,
  • αιμορραγώ
  • ,
  • αιμορραγία

2. Draw blood

  • "In the old days, doctors routinely bled patients as part of the treatment"
    synonym:
  • bleed
  • ,
  • leech
  • ,
  • phlebotomize
  • ,
  • phlebotomise

2. Τραβώ αίμα

  • "Στις παλιές ημέρες, οι γιατροί συνήθως αιμορραγούσαν τους ασθενείς ως μέρος της θεραπείας"
    συνώνυμο:
  • αιμορραγώ
  • ,
  • λέχη
  • ,
  • φλεβοτομώ

3. Get or extort (money or other possessions) from someone

  • "They bled me dry--i have nothing left!"
    synonym:
  • bleed

3. Πάρτε ή εξαγάγετε (χρήματα ή άλλα υπάρχοντα) από κάποιον

  • "Με αίμαξαν στεγνό-δεν μου έχει μείνει τίποτα!"
    συνώνυμο:
  • αιμορραγώ

4. Be diffused

  • "These dyes and colors are guaranteed not to run"
    synonym:
  • run
  • ,
  • bleed

4. Διαχέω

  • "Αυτές οι βαφές και τα χρώματα είναι εγγυημένα για να μην τρέχουν"
    συνώνυμο:
  • τρέχω
  • ,
  • αιμορραγώ

5. Drain of liquid or steam

  • "Bleed the radiators"
  • "The mechanic bled the engine"
    synonym:
  • bleed

5. Αποστράγγιση υγρού ή ατμού

  • "Εκτόξευσε τα καλοριφέρ"
  • "Ο μηχανικός αιμορραγούσε τον κινητήρα"
    συνώνυμο:
  • αιμορραγώ

Examples of using

I bleed when I make love.
Αιμορραγώ όταν κάνω έρωτα.
Do your gums bleed?
Αιμορραγούν τα ούλα σας?