Translation meaning & definition of the word "bleary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλαβερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bleary
[Μπλέαρι]/blɪri/
adjective
1. Tired to the point of exhaustion
- synonym:
- bleary ,
- blear ,
- bleary-eyed ,
- blear-eyed
1. Κουρασμένος σε σημείο εξάντλησης
- συνώνυμο:
- λευκαντικόσ ,
- μπλέκω ,
- λευκαντικό μάτι ,
- μανιασμένοσ
2. Indistinct or hazy in outline
- "A landscape of blurred outlines"
- "The trees were just blurry shapes"
- synonym:
- bleary ,
- blurred ,
- blurry ,
- foggy ,
- fuzzy ,
- hazy ,
- muzzy
2. Δυσδιάκριτο ή θολό στο περίγραμμα
- "Ένα τοπίο θολών περιγραμμάτων"
- "Τα δέντρα ήταν απλά θολά σχήματα"
- συνώνυμο:
- λευκαντικόσ ,
- θολόσ ,
- ομιχλώδης ,
- ασαφής ,
- μουτζουρωμένοσ