Translation meaning & definition of the word "bleak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλακ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bleak
[Μπλέικ]/blik/
adjective
1. Offering little or no hope
- "The future looked black"
- "Prospects were bleak"
- "Life in the aran islands has always been bleak and difficult"- j.m.synge
- "Took a dim view of things"
- synonym:
- black ,
- bleak ,
- dim
1. Προσφέροντας λίγη ή καθόλου ελπίδα
- "Το μέλλον φαινόταν μαύρο"
- "Οι προοπτικές ήταν ζοφερές"
- "Η ζωή στα νησιά αράν ήταν πάντα ζοφερή και δύσκολη" - τζ.μ.σινγκ
- "Πήρε μια αμυδρή άποψη των πραγμάτων"
- συνώνυμο:
- μαύρος ,
- ανατριχιαστικός ,
- αμυδρό
2. Providing no shelter or sustenance
- "Bare rocky hills"
- "Barren lands"
- "The bleak treeless regions of the high andes"
- "The desolate surface of the moon"
- "A stark landscape"
- synonym:
- bare ,
- barren ,
- bleak ,
- desolate ,
- stark
2. Χωρίς καταφύγιο ή τροφή
- "Γεροί βραχώδεις λόφοι"
- "Μπάρεν εδάφη"
- "Οι ζοφερές ανεκτίμητες περιοχές των υψηλών άνδεων"
- "Η έρημη επιφάνεια του φεγγαριού"
- "Ένα απότομο τοπίο"
- συνώνυμο:
- γυμνόσ ,
- μπάρεν ,
- ανατριχιαστικός ,
- απολέπιση ,
- σταρκ
3. Unpleasantly cold and damp
- "Bleak winds of the north atlantic"
- synonym:
- bleak ,
- cutting ,
- raw
3. Δυσάρεστα κρύο και υγρό
- "Βλακείς άνεμοι του βορείου ατλαντικού"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικός ,
- κοπή ,
- ακατέργαστοσ