Translation meaning & definition of the word "blazing" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "φλεγόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blazing
[Φλεγόμενος]/blezɪŋ/
noun
1. A strong flame that burns brightly
- "The blaze spread rapidly"
- synonym:
- blaze ,
- blazing
1. Μια δυνατή φλόγα που καίει έντονα
- "Η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα"
- συνώνυμο:
- φλόγα ,
- φλεγόμενος
adjective
1. Shining intensely
- "The blazing sun"
- "Blinding headlights"
- "Dazzling snow"
- "Fulgent patterns of sunlight"
- "The glaring sun"
- synonym:
- blazing ,
- blinding ,
- dazzling ,
- fulgent ,
- glaring ,
- glary
1. Λάμποντας έντονα
- "Ο φλεγόμενος ήλιος"
- "Εκτυφλωτικοί προβολείς"
- "Εκθαμβωτικό χιόνι"
- "Επιεικείς πρότυπα του ηλιακού φωτός"
- "Ο λαμπερός ήλιος"
- συνώνυμο:
- φλεγόμενος ,
- εκτυφλώνοντας ,
- εκθαμβωτικό ,
- πληρωτήσ ,
- κραυγαλέα ,
- λαμπερός
2. Without any attempt at concealment
- Completely obvious
- "Blatant disregard of the law"
- "A blatant appeal to vanity"
- "A blazing indiscretion"
- synonym:
- blatant ,
- blazing ,
- conspicuous
2. Χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης
- Εντελώς προφανές
- "Κατάφωρη περιφρόνηση του νόμου"
- "Μια κραυγαλέα έκκληση στη ματαιοδοξία"
- "Μια φλεγόμενη αδιακρισία"
- συνώνυμο:
- κραυγαλέος ,
- φλεγόμενος ,
- εμφανής
Examples of using
The fire's blazing nicely now.
Η φωτιά φλέγεται όμορφα τώρα.
The Christmas tree was blazing with lights.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο φλεγόταν από φώτα.
His eyes were blazing with anger.
Τα μάτια του φλεγόταν από θυμό.