Translation meaning & definition of the word "blaze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φλόγα" στην ελληνική γλώσσα
Blaze
[Φλόγα]noun
1. A strong flame that burns brightly
- "The blaze spread rapidly"
- synonym:
- blaze ,
- blazing
1. Μια ισχυρή φλόγα που καίει λαμπρά
- "Η φλόγα εξαπλώθηκε γρήγορα"
- συνώνυμο:
- φλόγα ,
- φλόγεσ
2. A cause of difficulty and suffering
- "War is hell"
- "Go to blazes"
- synonym:
- hell ,
- blaze
2. Αιτία δυσκολίας και πόνου
- "Ο πόλεμος είναι κόλαση"
- "Πηγαίνετε στις φλόγες"
- συνώνυμο:
- κόλαση ,
- φλόγα
3. Noisy and unrestrained mischief
- "Raising blazes"
- synonym:
- hell ,
- blaze
3. Θορυβώδης και ανεξέλεγκτη αναστάτωση
- "Αυξανόμενες πλημμύρες"
- συνώνυμο:
- κόλαση ,
- φλόγα
4. A light within the field of vision that is brighter than the brightness to which the eyes are adapted
- "A glare of sunlight"
- synonym:
- glare ,
- blaze ,
- brilliance
4. Ένα φως μέσα στο πεδίο της όρασης που είναι φωτεινότερο από τη φωτεινότητα στην οποία προσαρμόζονται τα μάτια
- "Μια λάμψη του ηλιακού φωτός"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- φλόγα ,
- λαμπρότητα
5. A light-colored marking
- "They chipped off bark to mark the trail with blazes"
- "The horse had a blaze between its eyes"
- synonym:
- blaze
5. Μια ανοιχτόχρωμη σήμανση
- "Τράβηξαν από το φλοιό για να σηματοδοτήσουν το μονοπάτι με φλόγες"
- "Το άλογο είχε μια φλόγα ανάμεσα στα μάτια του"
- συνώνυμο:
- φλόγα
verb
1. Shine brightly and intensively
- "Meteors blazed across the atmosphere"
- synonym:
- blaze
1. Λάμψτε λαμπερά και εντατικά
- "Οι μετεωρίτες πέρασαν την ατμόσφαιρα"
- συνώνυμο:
- φλόγα
2. Shoot rapidly and repeatedly
- "He blazed away at the men"
- synonym:
- blaze away ,
- blaze
2. Πυροβολήστε γρήγορα και επανειλημμένα
- "Απομακρύνθηκε από τους άνδρες"
- συνώνυμο:
- φλόγα μακριά ,
- φλόγα
3. Burn brightly and intensely
- "The summer sun alone can cause a pine to blaze"
- synonym:
- blaze
3. Κάψτε έντονα και έντονα
- "Ο καλοκαιρινός ήλιος και μόνο μπορεί να προκαλέσει φλόγα σε ένα πεύκο"
- συνώνυμο:
- φλόγα
4. Move rapidly and as if blazing
- "The spaceship blazed out into space"
- synonym:
- blaze ,
- blaze out
4. Κινηθείτε γρήγορα και σαν να φλέγετε
- "Το διαστημόπλοιο βυθίστηκε στο διάστημα"
- συνώνυμο:
- φλόγα ,
- φλεγόμενος
5. Indicate by marking trees with blazes
- "Blaze a trail"
- synonym:
- blaze
5. Αναφέρετε με σήμανση δέντρων με φλόγες
- "Καταστρέψτε ένα μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- φλόγα