Translation meaning & definition of the word "blatant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μετάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blatant
[Μπλατ]/bletənt/
adjective
1. Without any attempt at concealment
- Completely obvious
- "Blatant disregard of the law"
- "A blatant appeal to vanity"
- "A blazing indiscretion"
- synonym:
- blatant ,
- blazing ,
- conspicuous
1. Χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης
- Απολύτως προφανής
- "Κακή περιφρόνηση του νόμου"
- "Μια κραυγαλέα έκκληση στη ματαιοδοξία"
- "Μια φλογερή αδιακρισία"
- συνώνυμο:
- κραυγαλέα ,
- φλόγεσ ,
- εμφανήσ
2. Conspicuously and offensively loud
- Given to vehement outcry
- "Blatant radios"
- "A clamorous uproar"
- "Strident demands"
- "A vociferous mob"
- synonym:
- blatant ,
- clamant ,
- clamorous ,
- strident ,
- vociferous
2. Εμφανώς και επιθετικά δυνατά
- Δίνεται στην κατακραυγή
- "Κενά ραδιόφωνα"
- "Μια κραυγαλέα αναταραχή"
- "Απαιτήσεις από τους ανθρώπους"
- "Ένας φωνητικός όχλος"
- συνώνυμο:
- κραυγαλέα ,
- κραυγαλέοσ ,
- απατηλόσ ,
- αποτυχημένοσ ,
- φωνητικόσ