Translation meaning & definition of the word "blase" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλάση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blase
[Κηλίδα]/blez/
adjective
1. Very sophisticated especially because of surfeit
- Versed in the ways of the world
- "The blase traveler refers to the ocean he has crossed as `the pond'"
- "The benefits of his worldly wisdom"
- synonym:
- blase ,
- worldly
1. Πολύ εξελιγμένο ειδικά λόγω του σέρφετ
- Έμπειρα στους τρόπους του κόσμου
- "Ο ταξιδιώτης αναφέρεται στον ωκεανό που έχει διασχίσει ως `λίμνη'"
- "Τα οφέλη της κοσμικής σοφίας"
- συνώνυμο:
- βλάστηση ,
- κοσμικός
2. Uninterested because of frequent exposure or indulgence
- "His blase indifference"
- "A petulant blase air"
- "The bored gaze of the successful film star"
- synonym:
- blase ,
- bored
2. Δεν ενδιαφέρεται λόγω συχνής έκθεσης ή επιείκειας
- "Η αμβλύτερη αδιαφορία"
- "Ένας απολιθωμένος αέρας πυράκτωσης"
- "Το βαρετό βλέμμα του επιτυχημένου κινηματογραφικού αστεριού"
- συνώνυμο:
- βλάστηση ,
- βαρεθεί
3. Nonchalantly unconcerned
- "A blase attitude about housecleaning"
- synonym:
- blase
3. Αδιάφορα
- "Μια απλή στάση για τον καθαρισμό του σπιτιού"
- συνώνυμο:
- βλάστηση