Translation meaning & definition of the word "blare" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blare
[Αποτυγχάνω]/blɛr/
noun
1. A loud harsh or strident noise
- synonym:
- blare ,
- blaring ,
- cacophony ,
- clamor ,
- din
1. Ένας δυνατός σκληρός ή απότομος θόρυβος
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- αναταράξεισ ,
- κακοφωνία ,
- κραυγή ,
- τιν
verb
1. Make a strident sound
- "She tended to blast when speaking into a microphone"
- synonym:
- blast ,
- blare
1. Κάνω έναν αυστηρό ήχο
- "Τείνει να ανατινάζεται όταν μιλάει σε ένα μικρόφωνο"
- συνώνυμο:
- έκρηξη ,
- αποτυγχάνω
2. Make a loud noise
- "The horns of the taxis blared"
- synonym:
- honk ,
- blare ,
- beep ,
- claxon ,
- toot
2. Κάντε έναν δυνατό θόρυβο
- "Τα κέρατα των ταξί ανατινάχτηκαν"
- συνώνυμο:
- τουφέκι ,
- αποτυγχάνω ,
- μπιπ ,
- κλάξον ,
- τόφοσ