Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "blanket" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουβέρτα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Blanket

[Κουβέρτα]
/blæŋkət/

noun

1. Bedding that keeps a person warm in bed

  • "He pulled the covers over his head and went to sleep"
    synonym:
  • blanket
  • ,
  • cover

1. Κλινοσκεπάσματα που κρατούν ένα άτομο ζεστό στο κρεβάτι

  • "Τράβηξε τα καλύμματα πάνω από το κεφάλι του και πήγε για ύπνο"
    συνώνυμο:
  • κουβέρτα
  • ,
  • κάλυμμα

2. Anything that covers

  • "There was a blanket of snow"
    synonym:
  • blanket
  • ,
  • mantle

2. Οτιδήποτε καλύπτει

  • "Υπήρχε μια κουβέρτα από χιόνι"
    συνώνυμο:
  • κουβέρτα
  • ,
  • μανδύασ

3. A layer of lead surrounding the highly reactive core of a nuclear reactor

    synonym:
  • blanket

3. Ένα στρώμα μολύβδου που περιβάλλει τον εξαιρετικά αντιδραστικό πυρήνα ενός πυρηνικού αντιδραστήρα

    συνώνυμο:
  • κουβέρτα

verb

1. Cover as if with a blanket

  • "Snow blanketed the fields"
    synonym:
  • blanket

1. Καλύψτε σαν με μια κουβέρτα

  • "Το τηγάνι κάλυψε τα χωράφια"
    συνώνυμο:
  • κουβέρτα

2. Form a blanket-like cover (over)

    synonym:
  • blanket

2. Σχηματίστε ένα κάλυμμα σαν κουβέρτα (οβε)

    συνώνυμο:
  • κουβέρτα

adjective

1. Broad in scope or content

  • "Across-the-board pay increases"
  • "An all-embracing definition"
  • "Blanket sanctions against human-rights violators"
  • "An invention with broad applications"
  • "A panoptic study of soviet nationality"- t.g.winner
  • "Granted him wide powers"
    synonym:
  • across-the-board
  • ,
  • all-embracing
  • ,
  • all-encompassing
  • ,
  • all-inclusive
  • ,
  • blanket(a)
  • ,
  • broad
  • ,
  • encompassing
  • ,
  • extensive
  • ,
  • panoptic
  • ,
  • wide

1. Ευρύ πεδίο εφαρμογής ή περιεχόμενο

  • "Αυξήσεις αμοιβών σε όλους τους δρόμους"
  • "Ο ορισμός της επιλογής"
  • "Κυρώσεις κουβεντιού κατά παραβατών ανθρωπίνων δικαιωμάτων"
  • "Μια εφεύρεση με ευρείες εφαρμογές"
  • "Μια πανοπτική μελέτη της σοβιετικής εθνικότητας"- τ.γ.νικητής
  • "Του απέδωσαν ευρείες δυνάμεις"
    συνώνυμο:
  • απέναντι από τον πίνακα
  • ,
  • παντελής
  • ,
  • πλήρης περιεκτικότητα
  • ,
  • περιλαμβάνει
  • ,
  • κουβέρτ(Α)
  • ,
  • ευρύς
  • ,
  • εκτεταμένοσ
  • ,
  • πανοπτική

Examples of using

Tom covered Mary with a blanket.
Ο Τομ κάλυψε τη Μαίρη με μια κουβέρτα.
He covered me with a blanket.
Με σκέπασε με μια κουβέρτα.
She covered me with a blanket.
Με σκέπασε με μια κουβέρτα.