Translation meaning & definition of the word "blackout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συσκότιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blackout
[Μαυρίζω]/blækaʊt/
noun
1. A suspension of radio or tv broadcasting
- synonym:
- blackout
1. Αναστολή ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής μετάδοσης
- συνώνυμο:
- αποκλείω
2. Darkness resulting from the extinction of lights (as in a city invisible to enemy aircraft)
- synonym:
- blackout ,
- brownout ,
- dimout
2. Σκοτάδι που προκύπτει από την εξαφάνιση των φώτων (ας σε μια πόλη αόρατη στα εχθρικά αεροσκάφη)
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- απολυμάνωση ,
- ανακατώνω
3. The failure of electric power for a general region
- synonym:
- blackout
3. Η αποτυχία της ηλεκτρικής ενέργειας για μια γενική περιοχή
- συνώνυμο:
- αποκλείω
4. A momentary loss of consciousness
- synonym:
- blackout
4. Μια στιγμιαία απώλεια συνείδησης
- συνώνυμο:
- αποκλείω
5. Partial or total loss of memory
- "He has a total blackout for events of the evening"
- synonym:
- amnesia ,
- memory loss ,
- blackout
5. Μερική ή ολική απώλεια μνήμης
- "Έχει ένα συνολικό μαύρισμα για τα γεγονότα της βραδιάς"
- συνώνυμο:
- αμνησία ,
- απώλεια μνήμης ,
- αποκλείω
Examples of using
Every hospital has a back-up electric generator in case of blackout.
Κάθε νοσοκομείο διαθέτει ηλεκτρική γεννήτρια σε περίπτωση διακοπής ρεύματος.