Translation meaning & definition of the word "blackbird" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Blackbird
[Μαυροκούνα]/blækbərd/
noun
1. Any bird of the family icteridae whose male is black or predominantly black
- synonym:
- New World blackbird ,
- blackbird
1. Οποιοδήποτε πουλί της οικογένειας του οποίου το αρσενικό είναι μαύρο ή κυρίως μαύρο
- συνώνυμο:
- Νέο Παγκόσμιο μαύρο πουλί ,
- μαυροκούνα
2. Common black european thrush
- synonym:
- blackbird ,
- merl ,
- merle ,
- ouzel ,
- ousel ,
- European blackbird ,
- Turdus merula
2. Κοινή μαύρη ευρωπαϊκή τσίχλα
- συνώνυμο:
- μαυροκούνα ,
- μερλ ,
- μέλλε ,
- ουζέλ ,
- ούαν ,
- Ευρωπαϊκό μαύρο πουλί ,
- Τούρντους μέρουλα