Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "black" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαύρο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Black

[Μαύρος]
/blæk/

noun

1. The quality or state of the achromatic color of least lightness (bearing the least resemblance to white)

    synonym:
  • black
  • ,
  • blackness
  • ,
  • inkiness

1. Η ποιότητα ή η κατάσταση του αχρωματικού χρώματος της ελάχιστης ελαφρότητας ( που φέρει τη μικρότερη ομοιότητα με το λευκό)

    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • μαυρίλα
  • ,
  • ευαισθησία

2. Total absence of light

  • "They fumbled around in total darkness"
  • "In the black of night"
    synonym:
  • total darkness
  • ,
  • lightlessness
  • ,
  • blackness
  • ,
  • pitch blackness
  • ,
  • black

2. Πλήρης απουσία φωτός

  • "Κατέρρευσαν στο απόλυτο σκοτάδι"
  • "Στο μαύρο της νύχτας"
    συνώνυμο:
  • απόλυτο σκοτάδι
  • ,
  • ανελαφρότητα
  • ,
  • μαυρίλα
  • ,
  • πίσσα μαύρο
  • ,
  • μαύρος

3. British chemist who identified carbon dioxide and who formulated the concepts of specific heat and latent heat (1728-1799)

    synonym:
  • Black
  • ,
  • Joseph Black

3. Βρετανός χημικός που εντόπισε διοξείδιο του άνθρακα και διατύπωσε τις έννοιες της συγκεκριμένης θερμότητας και λανθάνουσας θερμότητας (

    συνώνυμο:
  • Μαύρος
  • ,
  • Τζόζεφ Μπλακ

4. Popular child actress of the 1930's (born in 1928)

    synonym:
  • Black
  • ,
  • Shirley Temple Black
  • ,
  • Shirley Temple

4. Δημοφιλής παιδική ηθοποιός του ( της δεκαετίας του 1930 το 1928)

    συνώνυμο:
  • Μαύρος
  • ,
  • Ναός Σίρλεϊ Μαύρο
  • ,
  • Ναός Σίρλεϊ

5. A person with dark skin who comes from africa (or whose ancestors came from africa)

    synonym:
  • Black
  • ,
  • Black person
  • ,
  • blackamoor
  • ,
  • Negro
  • ,
  • Negroid

5. Ένα άτομο με σκούρο δέρμα που προέρχεται από την αφρική (ώρα του οποίου οι πρόγονοι προέρχονταν από την αφρική)

    συνώνυμο:
  • Μαύρος
  • ,
  • Μαύρο άτομο
  • ,
  • μαυρομάχοσ
  • ,
  • Νέγρος
  • ,
  • Νεγροειδήσ

6. (board games) the darker pieces

    synonym:
  • black

6. (παιχνίδια) τα πιο σκούρα κομμάτια

    συνώνυμο:
  • μαύρος

7. Black clothing (worn as a sign of mourning)

  • "The widow wore black"
    synonym:
  • black

7. Μαύρα ρούχα (φορεν ως ένδειξη πένθους)

  • "Η χήρα φορούσε μαύρα"
    συνώνυμο:
  • μαύρος

verb

1. Make or become black

  • "The smoke blackened the ceiling"
  • "The ceiling blackened"
    synonym:
  • blacken
  • ,
  • melanize
  • ,
  • melanise
  • ,
  • nigrify
  • ,
  • black

1. Κάντε ή γίνετε μαύροι

  • "Ο καπνός μαυρίζει το ταβάνι"
  • "Το ταβάνι μαυρίζει"
    συνώνυμο:
  • μαυρίζω
  • ,
  • μελανιάζω
  • ,
  • νιγηραίνω
  • ,
  • μαύρος

adjective

1. Being of the achromatic color of maximum darkness

  • Having little or no hue owing to absorption of almost all incident light
  • "Black leather jackets"
  • "As black as coal"
  • "Rich black soil"
    synonym:
  • black

1. Είναι του αχρωματικού χρώματος του μέγιστου σκοταδιού

  • Έχοντας λίγη ή καθόλου απόχρωση λόγω της απορρόφησης σχεδόν όλων των φωτεινών συμβάντων
  • "Μαύρα δερμάτινα μπουφάν"
  • "Μαύρο σαν τον άνθρακα"
  • "Πλούσιο μαύρο χώμα"
    συνώνυμο:
  • μαύρος

2. Of or belonging to a racial group having dark skin especially of sub-saharan african origin

  • "A great people--a black people--...injected new meaning and dignity into the veins of civilization"- martin luther king jr.
    synonym:
  • black

2. Από ή ανήκουν σε μια φυλετική ομάδα που έχει σκούρο δέρμα, ειδικά υποσαχάριας αφρικής προέλευσης

  • "Ένας σπουδαίος λαός - ένας μαύρος λαός- ενέπνευσε νέο νόημα και αξιοπρέπεια στις φλέβες του πολιτισμού" - μάρτιν λούθερ κινγκ.
    συνώνυμο:
  • μαύρος

3. Marked by anger or resentment or hostility

  • "Black looks"
  • "Black words"
    synonym:
  • black

3. Χαρακτηρίζεται από θυμό ή δυσαρέσκεια ή εχθρότητα

  • "Μαύρη εμφάνιση"
  • "Μαύρες λέξεις"
    συνώνυμο:
  • μαύρος

4. Offering little or no hope

  • "The future looked black"
  • "Prospects were bleak"
  • "Life in the aran islands has always been bleak and difficult"- j.m.synge
  • "Took a dim view of things"
    synonym:
  • black
  • ,
  • bleak
  • ,
  • dim

4. Προσφέροντας λίγη ή καθόλου ελπίδα

  • "Το μέλλον φαινόταν μαύρο"
  • "Οι προοπτικές ήταν ζοφερές"
  • "Η ζωή στα νησιά αράν ήταν πάντα ζοφερή και δύσκολη" - τζ.μ.σινγκ
  • "Πήρε μια αμυδρή άποψη των πραγμάτων"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • ανατριχιαστικός
  • ,
  • αμυδρό

5. Stemming from evil characteristics or forces

  • Wicked or dishonorable
  • "Black deeds"
  • "A black lie"
  • "His black heart has concocted yet another black deed"
  • "Darth vader of the dark side"
  • "A dark purpose"
  • "Dark undercurrents of ethnic hostility"
  • "The scheme of some sinister intelligence bent on punishing him"-thomas hardy
    synonym:
  • black
  • ,
  • dark
  • ,
  • sinister

5. Πηγάζει από κακά χαρακτηριστικά ή δυνάμεις

  • Κακός ή ατιμωτικός
  • "Μαύρες πράξεις"
  • "Μαύρο ψέμα"
  • "Η μαύρη καρδιά του έχει επινοήσει μια ακόμη μαύρη πράξη"
  • "Γάιος αρχηγός της σκοτεινής πλευράς"
  • "Σκοτεινός σκοπός"
  • "Σκοτεινά υπόγεια ρεύματα εθνικής εχθρότητας"
  • "Το σχέδιο κάποιας απαίσιας νοημοσύνης λυγίστηκε για να τον τιμωρήσει" - τόμας χάρντι
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • σκοτεινός
  • ,
  • απαίσιοσ

6. (of events) having extremely unfortunate or dire consequences

  • Bringing ruin
  • "The stock market crashed on black friday"
  • "A calamitous defeat"
  • "The battle was a disastrous end to a disastrous campaign"
  • "Such doctrines, if true, would be absolutely fatal to my theory"- charles darwin
  • "It is fatal to enter any war without the will to win it"- douglas macarthur
  • "A fateful error"
    synonym:
  • black
  • ,
  • calamitous
  • ,
  • disastrous
  • ,
  • fatal
  • ,
  • fateful

6. ( των γεγονότων) με εξαιρετικά ατυχείς ή ολέθριες συνέπειες

  • Φέρνοντας καταστροφή
  • "Το χρηματιστήριο συνετρίβη τη μαύρη παρασκευή"
  • "Μια καταστροφική ήττα"
  • "Η μάχη ήταν ένα καταστροφικό τέλος σε μια καταστροφική εκστρατεία"
  • "Τέτοια δόγματα, αν είναι αλήθεια, θα ήταν απολύτως μοιραία για τη θεωρία μου" - κάρολος δαρβίνος
  • "Είναι μοιραίο να μπεις σε οποιονδήποτε πόλεμο χωρίς τη θέληση να τον κερδίσεις" - ντάγκλας μακάρθουρ
  • "Ένα μοιραίο λάθος"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • καλαμίτου
  • ,
  • καταστροφικός
  • ,
  • θανατηφόρος
  • ,
  • μοιραίος

7. (of the face) made black especially as with suffused blood

  • "A face black with fury"
    synonym:
  • black
  • ,
  • blackened

7. Το ( του προσώπου) έκανε μαύρο ειδικά όπως με το κακόβουλο αίμα

  • "Ένα πρόσωπο μαύρο με οργή"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • μαυρισμένο

8. Extremely dark

  • "A black moonless night"
  • "Through the pitch-black woods"
  • "It was pitch-dark in the cellar"
    synonym:
  • black
  • ,
  • pitch-black
  • ,
  • pitch-dark

8. Εξαιρετικά σκοτεινά

  • "Μια μαύρη νύχτα χωρίς φεγγάρι"
  • "Μέσα από το μαύρο δάσος"
  • "Ήταν σκοτεινό στο κελάρι"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • πίσσα-μαύρο
  • ,
  • πίσσα-νταρκ

9. Harshly ironic or sinister

  • "Black humor"
  • "A grim joke"
  • "Grim laughter"
  • "Fun ranging from slapstick clowning ... to savage mordant wit"
    synonym:
  • black
  • ,
  • grim
  • ,
  • mordant

9. Σκληρά ειρωνικό ή απαίσιο

  • "Μαύρο χιούμορ"
  • "Ένα αστείο"
  • "Προσκυνητό γέλιο"
  • "Τραβήξτε που κυμαίνονται από το ακυρότερο πνεύμα"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • γκρινιάζω
  • ,
  • παραλυτικόσ

10. (of intelligence operations) deliberately misleading

  • "Black propaganda"
    synonym:
  • black

10. (των επιχειρήσεων πληροφοριών) σκόπιμα παραπλανητικό

  • "Μαύρη προπαγάνδα"
    συνώνυμο:
  • μαύρος

11. Distributed or sold illicitly

  • "The black economy pays no taxes"
    synonym:
  • bootleg
  • ,
  • black
  • ,
  • black-market
  • ,
  • contraband
  • ,
  • smuggled

11. Διανέμεται ή πωλείται παράνομα

  • "Η μαύρη οικονομία δεν πληρώνει φόρους"
    συνώνυμο:
  • παραλήρημα
  • ,
  • μαύρος
  • ,
  • μαύρη αγορά
  • ,
  • λαθρεμπόριο

12. (used of conduct or character) deserving or bringing disgrace or shame

  • "Man...has written one of his blackest records as a destroyer on the oceanic islands"- rachel carson
  • "An ignominious retreat"
  • "Inglorious defeat"
  • "An opprobrious monument to human greed"
  • "A shameful display of cowardice"
    synonym:
  • black
  • ,
  • disgraceful
  • ,
  • ignominious
  • ,
  • inglorious
  • ,
  • opprobrious
  • ,
  • shameful

12. (χρησιμοποιείται για συμπεριφορά ή χαρακτήρα) που αξίζει ή φέρνει ντροπή ή ντροπή

  • "Ο άνθρωπος έχει γράψει ένα από τα πιο μαύρα ρεκόρ του ως καταστροφέας στα ωκεάνια νησιά" - ρέιτσελ κάρσον
  • "Μια απεχθής υποχώρηση"
  • "Αστεία ήττα"
  • "Ένα αντίπαλο μνημείο της ανθρώπινης απληστίας"
  • "Επαίσχυντη επίδειξη δειλίας"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • ντροπιαστικός
  • ,
  • αναποτελεσματικός
  • ,
  • άδοξοσ
  • ,
  • επιτρόπιοσ

13. (of coffee) without cream or sugar

    synonym:
  • black

13. (του καφέ) χωρίς κρέμα ή ζάχαρη

    συνώνυμο:
  • μαύρος

14. Soiled with dirt or soot

  • "With feet black from playing outdoors"
  • "His shirt was black within an hour"
    synonym:
  • black
  • ,
  • smutty

14. Λερωμένο με βρωμιά ή αιθάλη

  • "Με τα πόδια μαύρα από το να παίζουν σε εξωτερικούς χώρους"
  • "Το πουκάμισό του ήταν μαύρο μέσα σε μια ώρα"
    συνώνυμο:
  • μαύρος
  • ,
  • αποτυχία

Examples of using

My whole body is black and blue.
Όλο το σώμα μου είναι μαύρο και μπλε.
Tom was wearing mirrored sunglasses and a black baseball cap.
Ο Τομ φορούσε καθρέφτη γυαλιά ηλίου και ένα μαύρο καπέλο του μπέιζμπολ.
How many black and white movies have you watched?
Πόσες ασπρόμαυρες ταινίες έχετε δει?