Translation meaning & definition of the word "biweekly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εβδομαδιαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Biweekly
[Εβδομαδιαία]/baɪwikli/
noun
1. A periodical that is published twice a week or every two weeks (either 104 or 26 issues per year)
- synonym:
- biweekly
1. Ένα περιοδικό που δημοσιεύεται δύο φορές την εβδομάδα ή κάθε δύο εβδομάδες (είτε 104 είτε 26 εκδόσεις ανά έτος)
- συνώνυμο:
- εβδομαδιαία
adjective
1. Occurring every two weeks
- synonym:
- fortnightly ,
- biweekly
1. Συμβαίνει κάθε δύο εβδομάδες
- συνώνυμο:
- δεκαπενθήμερα ,
- εβδομαδιαία
2. Occurring twice a week
- synonym:
- semiweekly ,
- biweekly
2. Εμφανίζεται δύο φορές την εβδομάδα
- συνώνυμο:
- ημιεβδομαδιαία ,
- εβδομαδιαία
adverb
1. Twice a week
- "He called home semiweekly"
- synonym:
- semiweekly ,
- biweekly
1. Δύο φορές την εβδομάδα
- "Τηλεφώνησε σπίτι ημιεβδομαδιαία"
- συνώνυμο:
- ημιεβδομαδιαία ,
- εβδομαδιαία
2. Every two weeks
- "He visited his cousins fortnightly"
- synonym:
- fortnightly ,
- biweekly
2. Κάθε δύο εβδομάδες
- "Επισκέφθηκε τα ξαδέλφια του δεκαπενθήμερα"
- συνώνυμο:
- δεκαπενθήμερα ,
- εβδομαδιαία