Translation meaning & definition of the word "bittersweet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλυκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bittersweet
[Γλυκόπικρησ]/bɪtərswit/
noun
1. Poisonous perennial old world vine having violet flowers and oval coral-red berries
- Widespread weed in north america
- synonym:
- bittersweet ,
- bittersweet nightshade ,
- climbing nightshade ,
- deadly nightshade ,
- poisonous nightshade ,
- woody nightshade ,
- Solanum dulcamara
1. Δηλητηριώδες πολυετές αμπέλι του παλαιού κόσμου με ιώδη λουλούδια και ωοειδή κοραλλιογενή μούρα
- Εκτεταμένα ζιζάνια στη βόρεια αμερική
- συνώνυμο:
- γλυκόπικρη ,
- γλυκόπικρη νυχτερινή σκιά ,
- αναρρίχηση νυχτερινής μάσκας ,
- θανατηφόρα νυχτερινή σκιά ,
- δηλητηριώδες νυχτικό ,
- ξυλώδης νυχτερινή σκιά ,
- Σολάνο ντουλκαμάρα
2. Twining shrub of north america having yellow capsules enclosing scarlet seeds
- synonym:
- bittersweet ,
- American bittersweet ,
- climbing bittersweet ,
- false bittersweet ,
- staff vine ,
- waxwork ,
- shrubby bittersweet ,
- Celastrus scandens
2. Θάμνος της βόρειας αμερικής που έχει κίτρινες κάψουλες που περιβάλλουν σπόρους κόκκινου
- συνώνυμο:
- γλυκόπικρη ,
- Αμερικανική γλυκόπικρη ,
- αναρρίχηση γλυκόπικρη ,
- ψευδογλυκό ,
- αμπέλι προσωπικού ,
- κηροπήγια ,
- γλυκόπικρη από θάμνο ,
- Σκάντρους Σέλαστρους
adjective
1. Tinged with sadness
- "A movie with a bittersweet ending"
- synonym:
- bittersweet
1. Το τσίμπημα με θλίψη
- "Μια ταινία με γλυκόπικρο τέλος"
- συνώνυμο:
- γλυκόπικρη
2. Having a taste that is a mixture of bitterness and sweetness
- synonym:
- bittersweet ,
- semisweet
2. Έχοντας μια γεύση που είναι ένα μίγμα πικρίας και γλυκύτητας
- συνώνυμο:
- γλυκόπικρη ,
- ημίγλυκο
Examples of using
This chocolate tastes bittersweet.
Αυτή η σοκολάτα έχει γλυκόπικρη γεύση.
This chocolate has a bittersweet taste.
Αυτή η σοκολάτα έχει μια γλυκόπικρη γεύση.