Translation meaning & definition of the word "bitterness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πικρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bitterness
[Παραδοξότητα]/bɪtərnəs/
noun
1. A feeling of deep and bitter anger and ill-will
- synonym:
- resentment ,
- bitterness ,
- gall ,
- rancor ,
- rancour
1. Ένα αίσθημα βαθιάς και πικρής οργής και κακής θέλησης
- συνώνυμο:
- απέχθεια ,
- πικρία ,
- χολή ,
- ράνκορ ,
- αγωνιστικό περιβάλλον
2. A rough and bitter manner
- synonym:
- bitterness ,
- acrimony ,
- acerbity ,
- jaundice ,
- tartness ,
- thorniness
2. Ένας τραχύς και πικρός τρόπος
- συνώνυμο:
- πικρία ,
- ακμή ,
- αστειότητα ,
- ίκτερος ,
- ταρτηρία ,
- ακανθώδεσ
3. The taste experience when quinine or coffee is taken into the mouth
- synonym:
- bitter ,
- bitterness
3. Η γευστική εμπειρία όταν η κινίνη ή ο καφές λαμβάνεται στο στόμα
- συνώνυμο:
- πικρό ,
- πικρία
4. The property of having a harsh unpleasant taste
- synonym:
- bitterness ,
- bitter
4. Η ιδιότητα του να έχει μια σκληρή δυσάρεστη γεύση
- συνώνυμο:
- πικρία ,
- πικρό
Examples of using
Don't call sweet that which gives rise to bitterness.
Μην αποκαλείτε γλυκό αυτό που προκαλεί πικρία.
Today young people find themselves, through no fault of their own, living in a world torn by international bitterness and the threat of nuclear destruction.
Σήμερα οι νέοι δεν βρίσκονται, χωρίς δικό τους λάθος, να ζουν σε έναν κόσμο διχασμένο από τη διεθνή πικρία και την απειλή πυρηνικής καταστροφής.