Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bitter" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πικρό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bitter

[Πικραλίδα]
/bɪtər/

noun

1. English term for a dry sharp-tasting ale with strong flavor of hops (usually on draft)

    synonym:
  • bitter

1. Αγγλικός όρος για ένα ξηρό αιχμηρό γευσιγνωσίας με έντονη γεύση λυκίσκου (συνήθως σε πρόχειρο)

    συνώνυμο:
  • πικρό

2. The taste experience when quinine or coffee is taken into the mouth

    synonym:
  • bitter
  • ,
  • bitterness

2. Η γευστική εμπειρία όταν η κινίνη ή ο καφές λαμβάνεται στο στόμα

    συνώνυμο:
  • πικρό
  • ,
  • πικρία

3. The property of having a harsh unpleasant taste

    synonym:
  • bitterness
  • ,
  • bitter

3. Η ιδιότητα του να έχει μια σκληρή δυσάρεστη γεύση

    συνώνυμο:
  • πικρία
  • ,
  • πικρό

verb

1. Make bitter

    synonym:
  • bitter

1. Κάνω πικρία

    συνώνυμο:
  • πικρό

adjective

1. Marked by strong resentment or cynicism

  • "An acrimonious dispute"
  • "Bitter about the divorce"
    synonym:
  • acrimonious
  • ,
  • bitter

1. Χαρακτηρίζεται από ισχυρή δυσαρέσκεια ή κυνισμό

  • "Μια πικρή διαμάχη"
  • "Περισσότερα για το διαζύγιο"
    συνώνυμο:
  • απεχθής
  • ,
  • πικρό

2. Very difficult to accept or bear

  • "The bitter truth"
  • "A bitter sorrow"
    synonym:
  • bitter

2. Πολύ δύσκολο να το δεχτείς ή να το αντέξεις

  • "Η πικρή αλήθεια"
  • "Μια πικρή θλίψη"
    συνώνυμο:
  • πικρό

3. Harsh or corrosive in tone

  • "An acerbic tone piercing otherwise flowery prose"
  • "A barrage of acid comments"
  • "Her acrid remarks make her many enemies"
  • "Bitter words"
  • "Blistering criticism"
  • "Caustic jokes about political assassination, talk-show hosts and medical ethics"
  • "A sulfurous denunciation"
  • "A vitriolic critique"
    synonym:
  • acerb
  • ,
  • acerbic
  • ,
  • acid
  • ,
  • acrid
  • ,
  • bitter
  • ,
  • blistering
  • ,
  • caustic
  • ,
  • sulfurous
  • ,
  • sulphurous
  • ,
  • virulent
  • ,
  • vitriolic

3. Σκληρός ή διαβρωτικός στον τόνο

  • "Ένας ακερβικός τόνος που τρυπά διαφορετικά την ανθισμένη πρόζα"
  • "Ένα φράγμα όξινων σχολίων"
  • "Οι απότομες παρατηρήσεις της την κάνουν πολλούς εχθρούς"
  • "Πικρή λέξεις"
  • "Αποτυχημένη κριτική"
  • "Καυστικά αστεία για την πολιτική δολοφονία, τους οικοδεσπότες ομιλίας και την ιατρική ηθική"
  • "Θειακή καταγγελία"
  • "Βιτριόλικη κριτική"
    συνώνυμο:
  • ακάρεοσ
  • ,
  • ασερβικό
  • ,
  • οξύ
  • ,
  • άκτη
  • ,
  • πικρό
  • ,
  • φουσκάλεσ
  • ,
  • καυστική
  • ,
  • θειώδησ
  • ,
  • αρρενωπόσ
  • ,
  • βιτριόλιο

4. Expressive of severe grief or regret

  • "Shed bitter tears"
    synonym:
  • bitter

4. Εκφραστική της σοβαρής θλίψης ή της λύπης

  • "Χυμένα πικρά δάκρυα"
    συνώνυμο:
  • πικρό

5. Proceeding from or exhibiting great hostility or animosity

  • "A bitter struggle"
  • "Bitter enemies"
    synonym:
  • bitter

5. Προχωρώντας από ή εκδηλώνοντας μεγάλη εχθρότητα ή εχθρότητα

  • "Πικρός αγώνας"
  • "Παραμικροί εχθροί"
    συνώνυμο:
  • πικρό

6. Causing a sharp and acrid taste experience

  • "Quinine is bitter"
    synonym:
  • bitter

6. Προκαλώντας μια απότομη και απότομη γευστική εμπειρία

  • "Η κινίνη είναι πικρή"
    συνώνυμο:
  • πικρό

7. Causing a sharply painful or stinging sensation

  • Used especially of cold
  • "Bitter cold"
  • "A biting wind"
    synonym:
  • biting
  • ,
  • bitter

7. Προκαλώντας μια απότομα επώδυνη ή τσιμπηματική αίσθηση

  • Χρησιμοποιείται ειδικά για κρύο
  • "Πολύ κρύο"
  • "Ένας δαγκωμένος άνεμος"
    συνώνυμο:
  • δάγκωμα
  • ,
  • πικρό

adverb

1. Extremely and sharply

  • "It was bitterly cold"
  • "Bitter cold"
    synonym:
  • piercingly
  • ,
  • bitterly
  • ,
  • bitingly
  • ,
  • bitter

1. Εξαιρετικά και απότομα

  • "Είχε πολύ κρύο"
  • "Πολύ κρύο"
    συνώνυμο:
  • τρυπητά
  • ,
  • πικρά
  • ,
  • δαγκωμένα
  • ,
  • πικρό

Examples of using

It's so bitter.
Είναι τόσο πικρό.
I shall be learning to like this bitter life.
Θα μάθω να μου αρέσει αυτή η πικρή ζωή.
This coffee has a bitter taste.
Αυτός ο καφές έχει πικρή γεύση.