Translation meaning & definition of the word "biting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δάγκωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Biting
[Δάγκωμα]/baɪtɪŋ/
adjective
1. Capable of wounding
- "A barbed compliment"
- "A biting aphorism"
- "Pungent satire"
- synonym:
- barbed ,
- biting ,
- nipping ,
- pungent ,
- mordacious
1. Ικανό να τραυματίσει
- "Ένα κομπλιμέντο"
- "Ένας δαγκωμένος αφορισμός"
- "Πικρή σάτιρα"
- συνώνυμο:
- αγκαθωτό ,
- δάγκωμα ,
- αποφλοίωση ,
- πικάντικη ,
- ευλογημένοσ
2. Causing a sharply painful or stinging sensation
- Used especially of cold
- "Bitter cold"
- "A biting wind"
- synonym:
- biting ,
- bitter
2. Προκαλώντας μια απότομα επώδυνη ή τσιμπηματική αίσθηση
- Χρησιμοποιείται ειδικά για κρύο
- "Πολύ κρύο"
- "Ένας δαγκωμένος άνεμος"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα ,
- πικρό
Examples of using
Tom has the habit of biting his nails.
Ο Τομ έχει τη συνήθεια να δαγκώνει τα νύχια του.
She has a habit of biting her nails.
Έχει τη συνήθεια να δαγκώνει τα νύχια της.
Stop biting your nails.
Σταματήστε να δαγκώνετε τα νύχια σας.