Translation meaning & definition of the word "bite" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "δάγκωμα" στην ελληνική γλώσσα
Bite
[Δάγκωμα]noun
1. A wound resulting from biting by an animal or a person
- synonym:
- bite
1. Πληγή που προκύπτει από δάγκωμα ζώου ή ατόμου
- συνώνυμο:
- δάγκωμα
2. A small amount of solid food
- A mouthful
- "All they had left was a bit of bread"
- synonym:
- morsel ,
- bit ,
- bite
2. Μικρή ποσότητα στερεάς τροφής
- Μια μπουκιά
- "Το μόνο που τους είχε μείνει ήταν λίγο ψωμί"
- συνώνυμο:
- μορέλα ,
- λίγο ,
- δάγκωμα
3. A painful wound caused by the thrust of an insect's stinger into skin
- synonym:
- sting ,
- bite ,
- insect bite
3. Μια οδυνηρή πληγή που προκαλείται από την ώθηση του κεντρί ενός εντόμου στο δέρμα
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- δάγκωμα ,
- δάγκωμα εντόμου
4. A light informal meal
- synonym:
- bite ,
- collation ,
- snack
4. Ένα ελαφρύ ανεπίσημο γεύμα
- συνώνυμο:
- δάγκωμα ,
- ταξινόμηση ,
- σνακ
5. (angling) an instance of a fish taking the bait
- "After fishing for an hour he still had not had a bite"
- synonym:
- bite
5. (γωνία) μια περίπτωση ψαριού που δόλωσε
- "Μετά από ψάρεμα για μια ώρα δεν είχε τσιμπήσει ακόμα"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα
6. Wit having a sharp and caustic quality
- "He commented with typical pungency"
- "The bite of satire"
- synonym:
- pungency ,
- bite
6. Εξυπνάδα με αιχμηρή και καυστική ποιότητα
- "Σχολίασε με τυπική πικάντικη"
- "Το δάγκωμα της σάτιρας"
- συνώνυμο:
- πικάντικο ,
- δάγκωμα
7. A strong odor or taste property
- "The pungency of mustard"
- "The sulfurous bite of garlic"
- "The sharpness of strange spices"
- "The raciness of the wine"
- synonym:
- pungency ,
- bite ,
- sharpness ,
- raciness
7. Μια έντονη οσμή ή γευστική ιδιότητα
- "Η πικάντικη μουστάρδα"
- "Το θειούχο δάγκωμα του σκόρδου"
- "Η οξύτητα των παράξενων μπαχαρικών"
- "Η ρατσιστικότητα του κρασιού"
- συνώνυμο:
- πικάντικο ,
- δάγκωμα ,
- οξύτητα ,
- ρατσιστικότητα
8. The act of gripping or chewing off with the teeth and jaws
- synonym:
- bite ,
- chomp
8. Η πράξη του πιάσματος ή της μάσησης με τα δόντια και τα σαγόνια
- συνώνυμο:
- δάγκωμα ,
- chomp
9. A portion removed from the whole
- "The government's weekly bite from my paycheck"
- synonym:
- bite
9. Μια μερίδα αφαιρέθηκε από το σύνολο
- "Το εβδομαδιαίο δάγκωμα της κυβέρνησης από τον μισθό μου"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα
verb
1. To grip, cut off, or tear with or as if with the teeth or jaws
- "Gunny invariably tried to bite her"
- synonym:
- bite ,
- seize with teeth
1. Για να πιάσετε, να κόψετε ή να σκίσετε με ή σαν με τα δόντια ή τα σαγόνια
- "Η gunny προσπάθησε πάντα να τη δαγκώσει"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα ,
- πιάσε με δόντια
2. Cause a sharp or stinging pain or discomfort
- "The sun burned his face"
- synonym:
- bite ,
- sting ,
- burn
2. Προκαλέστε έναν αιχμηρό ή τσιμπημένο πόνο ή δυσφορία
- "Ο ήλιος έκαψε το πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα ,
- τσίμπημα ,
- καίω
3. Penetrate or cut, as with a knife
- "The fork bit into the surface"
- synonym:
- bite
3. Διεισδύστε ή κόψτε, όπως με ένα μαχαίρι
- "Το πιρούνι δάγκωσε στην επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα
4. Deliver a sting to
- "A bee stung my arm yesterday"
- synonym:
- sting ,
- bite ,
- prick
4. Παραδώστε ένα τσίμπημα στο
- "Μια μέλισσα μου τσίμπησε το χέρι χθες"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- δάγκωμα