Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτί" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bit

[Μπιτ]
/bɪt/

noun

1. A small piece or quantity of something

  • "A spot of tea"
  • "A bit of paper"
  • "A bit of lint"
  • "I gave him a bit of my mind"
    synonym:
  • spot
  • ,
  • bit

1. Ένα μικρό κομμάτι ή ποσότητα από κάτι

  • "Ένα σημείο τσάι"
  • "Λίγο χαρτί"
  • "Λίγο χνούδι"
  • "Του έδωσα λίγο από το μυαλό μου"
    συνώνυμο:
  • σημείο
  • ,
  • λίγο

2. A small fragment of something broken off from the whole

  • "A bit of rock caught him in the eye"
    synonym:
  • bit
  • ,
  • chip
  • ,
  • flake
  • ,
  • fleck
  • ,
  • scrap

2. Ένα μικρό κομμάτι από κάτι διαλυμένο από το σύνολο

  • "Λίγο βράχος τον έπιασε στα μάτια"
    συνώνυμο:
  • λίγο
  • ,
  • τσιπ
  • ,
  • νιφάδα
  • ,
  • φλαμ
  • ,
  • απορρίμματα

3. An indefinitely short time

  • "Wait just a moment"
  • "In a mo"
  • "It only takes a minute"
  • "In just a bit"
    synonym:
  • moment
  • ,
  • mo
  • ,
  • minute
  • ,
  • second
  • ,
  • bit

3. Επ' αόριστον σύντομο χρονικό διάστημα

  • "Περιμένετε μόνο μια στιγμή"
  • "Σε μια τζ"
  • "Χρειάζεται μόνο ένα λεπτό"
  • "Σε λίγο"
    συνώνυμο:
  • στιγμή
  • ,
  • μο
  • ,
  • λεπτό
  • ,
  • δεύτερος
  • ,
  • λίγο

4. An instance of some kind

  • "It was a nice piece of work"
  • "He had a bit of good luck"
    synonym:
  • piece
  • ,
  • bit

4. Μια περίπτωση κάποιου είδους

  • "Ήταν ένα ωραίο έργο"
  • "Είχε λίγη καλή τύχη"
    συνώνυμο:
  • κομμάτι
  • ,
  • λίγο

5. Piece of metal held in horse's mouth by reins and used to control the horse while riding

  • "The horse was not accustomed to a bit"
    synonym:
  • bit

5. Κομμάτι μετάλλου που κρατιέται στο στόμα του αλόγου από τα ηνία και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του αλόγου κατά την οδήγηση

  • "Το άλογο δεν είχε συνηθίσει λίγο"
    συνώνυμο:
  • λίγο

6. A unit of measurement of information (from binary + digit)

  • The amount of information in a system having two equiprobable states
  • "There are 8 bits in a byte"
    synonym:
  • bit

6. Μια μονάδα μέτρησης των πληροφοριών (από δυαδικό + ψηφίο)

  • Η ποσότητα των πληροφοριών σε ένα σύστημα που έχει δύο αξιόπιστα κράτη
  • "Υπάρχουν 8 μπιτ σε μια μπιτ"
    συνώνυμο:
  • λίγο

7. A small amount of solid food

  • A mouthful
  • "All they had left was a bit of bread"
    synonym:
  • morsel
  • ,
  • bit
  • ,
  • bite

7. Μια μικρή ποσότητα στερεών τροφών

  • Ένα μπουκιά
  • "Το μόνο που είχαν απομείνει ήταν λίγο ψωμί"
    συνώνυμο:
  • μορσέλ
  • ,
  • λίγο
  • ,
  • δαγκώνω

8. A small fragment

  • "Overheard snatches of their conversation"
    synonym:
  • snatch
  • ,
  • bit

8. Ένα μικρό κομμάτι

  • "Ακούστε τα σφάλματα της συνομιλίας τους"
    συνώνυμο:
  • αρπάζω
  • ,
  • λίγο

9. A short theatrical performance that is part of a longer program

  • "He did his act three times every evening"
  • "She had a catchy little routine"
  • "It was one of the best numbers he ever did"
    synonym:
  • act
  • ,
  • routine
  • ,
  • number
  • ,
  • turn
  • ,
  • bit

9. Μια σύντομη θεατρική παράσταση που αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος

  • "Έκανε την πράξη του τρεις φορές κάθε βράδυ"
  • "Είχε μια μικρή ρουτίνα"
  • "Ήταν ένας από τους καλύτερους αριθμούς που έκανε ποτέ"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • ρουτίνα
  • ,
  • αριθμός
  • ,
  • στρέφω
  • ,
  • λίγο

10. The part of a key that enters a lock and lifts the tumblers

    synonym:
  • bit

10. Το τμήμα ενός κλειδιού που εισέρχεται σε μια κλειδαριά και ανυψώνει τους ανιχνευτές

    συνώνυμο:
  • λίγο

11. The cutting part of a drill

  • Usually pointed and threaded and is replaceable in a brace or bitstock or drill press
  • "He looked around for the right size bit"
    synonym:
  • bit

11. Το τέμνον μέρος ενός τρυπανιού

  • Συνήθως δειγμένος και σπειρωμένος και είναι αντικαταστάσιμος σε ένα στήριγμα ή έναν τύπο τρυπανιών ή τρυπανιών
  • "Κοίταξε γύρω για το σωστό κομμάτι μεγέθους"
    συνώνυμο:
  • λίγο

Examples of using

Aren't you too a little bit romantic, Mary?
Δεν είσαι λίγο ρομαντική, Μαίρη?
I think a bit of anger is better for you than worry.
Νομίζω ότι λίγο θυμό είναι καλύτερο για σένα από το να ανησυχείς.
I suppose I could wait a little bit longer.
Υποθέτω ότι θα μπορούσα να περιμένω λίγο ακόμα.