Translation meaning & definition of the word "bit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτί" στην ελληνική γλώσσα
Bit
[Μπιτ]noun
1. A small piece or quantity of something
- "A spot of tea"
- "A bit of paper"
- "A bit of lint"
- "I gave him a bit of my mind"
- synonym:
- spot ,
- bit
1. Ένα μικρό κομμάτι ή ποσότητα από κάτι
- "Ένα σημείο τσάι"
- "Λίγο χαρτί"
- "Λίγο χνούδι"
- "Του έδωσα λίγο από το μυαλό μου"
- συνώνυμο:
- σημείο ,
- λίγο
2. A small fragment of something broken off from the whole
- "A bit of rock caught him in the eye"
- synonym:
- bit ,
- chip ,
- flake ,
- fleck ,
- scrap
2. Ένα μικρό κομμάτι από κάτι διαλυμένο από το σύνολο
- "Λίγο βράχος τον έπιασε στα μάτια"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- τσιπ ,
- νιφάδα ,
- φλαμ ,
- απορρίμματα
3. An indefinitely short time
- "Wait just a moment"
- "In a mo"
- "It only takes a minute"
- "In just a bit"
- synonym:
- moment ,
- mo ,
- minute ,
- second ,
- bit
3. Επ' αόριστον σύντομο χρονικό διάστημα
- "Περιμένετε μόνο μια στιγμή"
- "Σε μια τζ"
- "Χρειάζεται μόνο ένα λεπτό"
- "Σε λίγο"
- συνώνυμο:
- στιγμή ,
- μο ,
- λεπτό ,
- δεύτερος ,
- λίγο
4. An instance of some kind
- "It was a nice piece of work"
- "He had a bit of good luck"
- synonym:
- piece ,
- bit
4. Μια περίπτωση κάποιου είδους
- "Ήταν ένα ωραίο έργο"
- "Είχε λίγη καλή τύχη"
- συνώνυμο:
- κομμάτι ,
- λίγο
5. Piece of metal held in horse's mouth by reins and used to control the horse while riding
- "The horse was not accustomed to a bit"
- synonym:
- bit
5. Κομμάτι μετάλλου που κρατιέται στο στόμα του αλόγου από τα ηνία και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του αλόγου κατά την οδήγηση
- "Το άλογο δεν είχε συνηθίσει λίγο"
- συνώνυμο:
- λίγο
6. A unit of measurement of information (from binary + digit)
- The amount of information in a system having two equiprobable states
- "There are 8 bits in a byte"
- synonym:
- bit
6. Μια μονάδα μέτρησης των πληροφοριών (από δυαδικό + ψηφίο)
- Η ποσότητα των πληροφοριών σε ένα σύστημα που έχει δύο αξιόπιστα κράτη
- "Υπάρχουν 8 μπιτ σε μια μπιτ"
- συνώνυμο:
- λίγο
7. A small amount of solid food
- A mouthful
- "All they had left was a bit of bread"
- synonym:
- morsel ,
- bit ,
- bite
7. Μια μικρή ποσότητα στερεών τροφών
- Ένα μπουκιά
- "Το μόνο που είχαν απομείνει ήταν λίγο ψωμί"
- συνώνυμο:
- μορσέλ ,
- λίγο ,
- δαγκώνω
8. A small fragment
- "Overheard snatches of their conversation"
- synonym:
- snatch ,
- bit
8. Ένα μικρό κομμάτι
- "Ακούστε τα σφάλματα της συνομιλίας τους"
- συνώνυμο:
- αρπάζω ,
- λίγο
9. A short theatrical performance that is part of a longer program
- "He did his act three times every evening"
- "She had a catchy little routine"
- "It was one of the best numbers he ever did"
- synonym:
- act ,
- routine ,
- number ,
- turn ,
- bit
9. Μια σύντομη θεατρική παράσταση που αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος
- "Έκανε την πράξη του τρεις φορές κάθε βράδυ"
- "Είχε μια μικρή ρουτίνα"
- "Ήταν ένας από τους καλύτερους αριθμούς που έκανε ποτέ"
- συνώνυμο:
- πράξη ,
- ρουτίνα ,
- αριθμός ,
- στρέφω ,
- λίγο
10. The part of a key that enters a lock and lifts the tumblers
- synonym:
- bit
10. Το τμήμα ενός κλειδιού που εισέρχεται σε μια κλειδαριά και ανυψώνει τους ανιχνευτές
- συνώνυμο:
- λίγο
11. The cutting part of a drill
- Usually pointed and threaded and is replaceable in a brace or bitstock or drill press
- "He looked around for the right size bit"
- synonym:
- bit
11. Το τέμνον μέρος ενός τρυπανιού
- Συνήθως δειγμένος και σπειρωμένος και είναι αντικαταστάσιμος σε ένα στήριγμα ή έναν τύπο τρυπανιών ή τρυπανιών
- "Κοίταξε γύρω για το σωστό κομμάτι μεγέθους"
- συνώνυμο:
- λίγο