Translation meaning & definition of the word "bisque" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπισκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bisque
[Μπισκ]/bɪsk/
noun
1. A thick cream soup made from shellfish
- synonym:
- bisque
1. Μια παχιά σούπα κρέμας φτιαγμένη από οστρακοειδή
- συνώνυμο:
- μπισκ