Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bishop" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίσκοπος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bishop

[Επίσκοπος]
/bɪʃəp/

noun

1. A senior member of the christian clergy having spiritual and administrative authority

  • Appointed in christian churches to oversee priests or ministers
  • Considered in some churches to be successors of the twelve apostles of christ
    synonym:
  • bishop

1. Ανώτερο μέλος του χριστιανικού κλήρου που έχει πνευματική και διοικητική εξουσία

  • Διορίζεται σε χριστιανικές εκκλησίες για να επιβλέπει ιερείς ή υπουργούς
  • Σε ορισμένες εκκλησίες θεωρούνται διάδοχοι των δώδεκα αποστόλων του χριστού
    συνώνυμο:
  • επίσκοπος

2. Port wine mulled with oranges and cloves

    synonym:
  • bishop

2. Κρασί λιμανιού με πορτοκάλια και γαρύφαλλα

    συνώνυμο:
  • επίσκοπος

3. (chess) a piece that can be moved diagonally over unoccupied squares of the same color

    synonym:
  • bishop

3. (εσ) ένα κομμάτι που μπορεί να μετακινηθεί διαγώνια πάνω από ακατοίκητα τετράγωνα του ίδιου χρώματος

    συνώνυμο:
  • επίσκοπος

Examples of using

I think this bishop is a wolf in sheep's clothing.
Νομίζω ότι αυτός ο επίσκοπος είναι ένας λύκος στα ρούχα των προβάτων.
I heard that a gay priest had been promoted to the rank of bishop, but it turned out to be a fabrication.
Άκουσα ότι ένας ομοφυλόφιλος ιερέας είχε προωθηθεί στο βαθμό του επισκόπου, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν μια κατασκευή.
I think this bishop is a wolf in sheep's clothing.
Νομίζω ότι αυτός ο επίσκοπος είναι ένας λύκος στα ρούχα των προβάτων.