Translation meaning & definition of the word "bisexual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφιφυλόφιλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bisexual
[Αμφιφυλόφιλοσ]/baɪsɛkʃuəl/
noun
1. A person who is sexually attracted to both sexes
- synonym:
- bisexual ,
- bisexual person
1. Ένα άτομο που προσελκύεται σεξουαλικά και από τα δύο φύλα
- συνώνυμο:
- αμφιφυλόφιλοσ ,
- αμφιφυλόφιλος
adjective
1. Sexually attracted to both sexes
- synonym:
- bisexual
1. Σεξουαλικά προσελκυσμένος και από τα δύο φύλα
- συνώνυμο:
- αμφιφυλόφιλοσ
2. Having an ambiguous sexual identity
- synonym:
- bisexual ,
- epicene
2. Να έχει μια διφορούμενη σεξουαλική ταυτότητα
- συνώνυμο:
- αμφιφυλόφιλοσ ,
- επικένιο