Translation meaning & definition of the word "biology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Biology
[Βιολογία]/baɪɑləʤi/
noun
1. The science that studies living organisms
- synonym:
- biology ,
- biological science
1. Η επιστήμη που μελετά τους ζωντανούς οργανισμούς
- συνώνυμο:
- βιολογία ,
- βιολογική επιστήμη
2. Characteristic life processes and phenomena of living organisms
- "The biology of viruses"
- synonym:
- biology
2. Χαρακτηριστικές διαδικασίες ζωής και φαινόμενα ζωντανών οργανισμών
- "Η βιολογία των ιών"
- συνώνυμο:
- βιολογία
3. All the plant and animal life of a particular region
- synonym:
- biota ,
- biology
3. Όλη η φυτική και ζωική ζωή μιας συγκεκριμένης περιοχής
- συνώνυμο:
- μπιότα ,
- βιολογία
Examples of using
I teach biology and French.
Διδάσκω βιολογία και γαλλικά.
Many people study biology in school.
Πολλοί άνθρωποι σπουδάζουν βιολογία στο σχολείο.
I'm going to study biology and Spanish.
Θα σπουδάσω βιολογία και ισπανικά.