Translation meaning & definition of the word "biochemical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιοχημική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Biochemical
[Βιοχημική]/baɪoʊkɛməkəl/
adjective
1. Of or relating to biochemistry
- Involving chemical processes in living organisms
- synonym:
- biochemical
1. Από ή σχετίζονται με τη βιοχημεία
- Περιλαμβάνοντας χημικές διεργασίες σε ζωντανούς οργανισμούς
- συνώνυμο:
- βιοχημικός