Translation meaning & definition of the word "binding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεσμευτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Binding
[Δεσμευτικός]/baɪndɪŋ/
noun
1. The capacity to attract and hold something
- synonym:
- binding
1. Η ικανότητα να προσελκύσει και να κρατήσει κάτι
- συνώνυμο:
- δεσμευτικός
2. Strip sewn over or along an edge for reinforcement or decoration
- synonym:
- binding
2. Λουρίδα ραμμένη πάνω ή κατά μήκος μιας άκρης για την ενίσχυση ή τη διακόσμηση
- συνώνυμο:
- δεσμευτικός
3. The act of applying a bandage
- synonym:
- dressing ,
- bandaging ,
- binding
3. Η πράξη εφαρμογής ενός επιδέσμου
- συνώνυμο:
- ντύσιμο ,
- επίδεση ,
- δεσμευτικός
4. One of a pair of mechanical devices that are attached to a ski and that will grip a ski boot
- The bindings should release in case of a fall
- synonym:
- ski binding ,
- binding
4. Ένα από ένα ζευγάρι μηχανικών συσκευών που είναι συνδεδεμένες με ένα σκι και που θα πιάσει μια μπότα σκι
- Τα συνδετικά θα πρέπει να απελευθερώνονται σε περίπτωση πτώσης
- συνώνυμο:
- δεσμευτικό σκι ,
- δεσμευτικός
5. The protective covering on the front, back, and spine of a book
- "The book had a leather binding"
- synonym:
- binding ,
- book binding ,
- cover ,
- back
5. Το προστατευτικό κάλυμμα στο μπροστινό, πίσω και στη σπονδυλική στήλη ενός βιβλίου
- "Το βιβλίο είχε δερμάτινη σύνδεση"
- συνώνυμο:
- δεσμευτικός ,
- δεσμευτικός βιβλίου ,
- κάλυμμα ,
- πίσω
adjective
1. Executed with proper legal authority
- "A binding contract"
- synonym:
- binding
1. Εκτελείται με την κατάλληλη νομική εξουσία
- "Δεσμευτική σύμβαση"
- συνώνυμο:
- δεσμευτικός