Translation meaning & definition of the word "binder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Binder
[Συνδετικό]/baɪndər/
noun
1. A machine that cuts grain and binds it in sheaves
- synonym:
- binder ,
- reaper binder
1. Μια μηχανή που κόβει το σιτάρι και το δεσμεύει στα ψαλίδια
- συνώνυμο:
- συνδετικό ,
- θεριστής
2. Something used to bind separate particles together or facilitate adhesion to a surface
- synonym:
- binder
2. Κάτι που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει ξεχωριστά σωματίδια μαζί ή να διευκολύνει την πρόσφυση σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- συνδετικό
3. Holds loose papers or magazines
- synonym:
- binder ,
- ring-binder
3. Κρατά χαλαρά χαρτιά ή περιοδικά
- συνώνυμο:
- συνδετικό ,
- δακτυλιοειδής
4. Something used to tie or bind
- synonym:
- binder ,
- ligature
4. Κάτι που χρησιμοποιείται για να δέσει ή να δεσμεύσει
- συνώνυμο:
- συνδετικό ,
- λιγόσ