Translation meaning & definition of the word "billy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βίαια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Billy
[Μπίλι]/bɪli/
noun
1. A short stout club used primarily by policemen
- synonym:
- truncheon ,
- nightstick ,
- baton ,
- billy ,
- billystick ,
- billy club
1. Ένας σύντομος σύλλογος που χρησιμοποιείται κυρίως από αστυνομικούς
- συνώνυμο:
- τρανσεόν ,
- νυχτικό ,
- μπατόν ,
- μπίλι ,
- μπίλιτσερ ,
- μπίλι κλαμπ
2. Male goat
- synonym:
- billy ,
- billy goat ,
- he-goat
2. Αρσενικό κατσίκι
- συνώνυμο:
- μπίλι ,
- κατσίκα ,
- αυτός-τράγος