Translation meaning & definition of the word "billionaire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιοεκατομμυριούχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Billionaire
[Δισεκατομμυριούχος]/bɪljənɛr/
noun
1. A very rich person whose material wealth is valued at more than a billion dollars
- synonym:
- billionaire
1. Ένα πολύ πλούσιο άτομο του οποίου ο υλικός πλούτος αποτιμάται σε περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια
- συνώνυμο:
- δισεκατομμυριούχος
Examples of using
Tom is a billionaire.
Ο Τομ είναι δισεκατομμυριούχος.
In fact, he's a billionaire.
Στην πραγματικότητα είναι δισεκατομμυριούχος.