Translation meaning & definition of the word "billet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπιλέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Billet
[Μπίλετ]/bɪlət/
noun
1. A short personal letter
- "Drop me a line when you get there"
- synonym:
- note ,
- short letter ,
- line ,
- billet
1. Μια σύντομη προσωπική επιστολή
- "Κάνε μου μια γραμμή όταν φτάσεις εκεί"
- συνώνυμο:
- σημείωση ,
- σύντομο γράμμα ,
- γραμμή ,
- παλαμάκι
2. Lodging for military personnel (especially in a private home)
- synonym:
- billet
2. Κατάλυμα για στρατιωτικό προσωπικό (ειδικά σε ιδιωτικό σπίτι)
- συνώνυμο:
- παλαμάκι
3. A job in an organization
- "He occupied a post in the treasury"
- synonym:
- position ,
- post ,
- berth ,
- office ,
- spot ,
- billet ,
- place ,
- situation
3. Μια δουλειά σε έναν οργανισμό
- "Κατέλαβε μια θέση στο θησαυροφυλάκιο"
- συνώνυμο:
- θέση ,
- δημοσιεύω ,
- μπερτ ,
- γραφείο ,
- σημείο ,
- παλαμάκι ,
- τοποθετώ ,
- κατάσταση
verb
1. Provide housing for (military personnel)
- synonym:
- quarter ,
- billet ,
- canton
1. Παροχή κατοικίας για (στρατιωτικό προσωπικό)
- συνώνυμο:
- τέταρτο ,
- παλαμάκι ,
- καντόνι