Translation meaning & definition of the word "billed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρεώνεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Billed
[Συνδυάζεται]/bɪld/
adjective
1. Having a beak or bill as specified
- "A thick-billed bird"
- "A long-billed cap"
- synonym:
- billed
1. Έχοντας ένα ράμφος ή λογαριασμό όπως καθορίζεται
- "Ένα παχύ πουλί"
- "Ένα μακρύ καπάκι"
- συνώνυμο:
- ταλαντευόμενοσ