Translation meaning & definition of the word "bill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
Bill
[Μπιλ]noun
1. A statute in draft before it becomes law
- "They held a public hearing on the bill"
- synonym:
- bill ,
- measure
1. Ένα καταστατικό στο σχέδιο πριν γίνει νόμος
- "Πραγματοποίησαν δημόσια ακρόαση στο νομοσχέδιο"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- μέτρο
2. An itemized statement of money owed for goods shipped or services rendered
- "He paid his bill and left"
- "Send me an account of what i owe"
- synonym:
- bill ,
- account ,
- invoice
2. Μια αναλυτική δήλωση χρημάτων που οφείλονται για αγαθά που αποστέλλονται ή υπηρεσίες που παρέχονται
- "Πλήρωσε το λογαριασμό του και έφυγε"
- "Στείλτε μου μια αφήγηση για το τι χρωστάω"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- τιμολόγιο
3. A piece of paper money (especially one issued by a central bank)
- "He peeled off five one-thousand-zloty notes"
- synonym:
- bill ,
- note ,
- government note ,
- bank bill ,
- banker's bill ,
- bank note ,
- banknote ,
- Federal Reserve note ,
- greenback
3. Ένα κομμάτι χάρτινου χρήματος (ειδικά ένα που εκδίδεται από μια κεντρική τράπεζα)
- "Αποφλοίωσε πέντε νότες ενός χιλιάδες-ζλότι"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- σημείωση ,
- κυβερνητικό σημείωμα ,
- τραπεζικός λογαριασμός ,
- λογαριασμός τραπεζίτη ,
- τραπεζικό σημείωμα ,
- τραπεζογραμμάτιο ,
- Ομοσπονδιακό αποθεματικό σημείωμα ,
- πράσινο
4. The entertainment offered at a public presentation
- synonym:
- bill
4. Η ψυχαγωγία προσφέρεται σε δημόσια παρουσίαση
- συνώνυμο:
- λογαριασμός
5. An advertisement (usually printed on a page or in a leaflet) intended for wide distribution
- "He mailed the circular to all subscribers"
- synonym:
- circular ,
- handbill ,
- bill ,
- broadside ,
- broadsheet ,
- flier ,
- flyer ,
- throwaway
5. Μια διαφήμιση (συνήθως τυπωμένη σε μια σελίδα ή σε ένα φυλλάδιο) που προορίζεται για ευρεία διανομή
- "Έβαλε την εγκύκλιο σε όλους τους συνδρομητές"
- συνώνυμο:
- κυκλικός ,
- χειριστήριο ,
- λογαριασμός ,
- ευρύτερο ,
- ευρύ φύλλο ,
- ανεμοδαρμένοσ ,
- φυλλάδιο ,
- αποβάλλω
6. A sign posted in a public place as an advertisement
- "A poster advertised the coming attractions"
- synonym:
- poster ,
- posting ,
- placard ,
- notice ,
- bill ,
- card
6. Ένα σημάδι που δημοσιεύτηκε σε δημόσιο χώρο ως διαφήμιση
- "Μια αφίσα διαφήμισε τα επερχόμενα αξιοθέατα"
- συνώνυμο:
- αφίσα ,
- δημοσίευση ,
- πλακάτ ,
- ειδοποίηση ,
- λογαριασμός ,
- κάρτα
7. A list of particulars (as a playbill or bill of fare)
- synonym:
- bill
7. Μια λίστα με στοιχεία (ας ένας παίκτης ή λογαριασμός του νατ)
- συνώνυμο:
- λογαριασμός
8. A long-handled saw with a curved blade
- "He used a bill to prune branches off of the tree"
- synonym:
- bill ,
- billhook
8. Ένα μακρύ πριόνι με καμπύλη λεπίδα
- "Χρησιμοποίησε ένα λογαριασμό για να κλαδέψει τα κλαδιά από το δέντρο"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- μπιλιάρδο
9. A brim that projects to the front to shade the eyes
- "He pulled down the bill of his cap and trudged ahead"
- synonym:
- bill ,
- peak ,
- eyeshade ,
- visor ,
- vizor
9. Ένα χείλος που προβάλλει στο μέτωπο για να σκιάσει τα μάτια
- "Έβαλε το λογαριασμό του καπακιού του και προχώρησε"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- κορυφή ,
- παραλήρημα ,
- επιφάνεια ,
- βεζίρης
10. Horny projecting mouth of a bird
- synonym:
- beak ,
- bill ,
- neb ,
- nib ,
- pecker
10. Καυλιάρης προβολή στόμα ενός πουλιού
- συνώνυμο:
- ράμφοσ ,
- λογαριασμός ,
- νεμπ ,
- νιμπ ,
- πέκτορασ
verb
1. Demand payment
- "Will i get charged for this service?"
- "We were billed for 4 nights in the hotel, although we stayed only 3 nights"
- synonym:
- charge ,
- bill
1. Πληρωμή ζήτησης
- "Θα χρεωθώ για αυτή την υπηρεσία?"
- "Χρεωθήκαμε για 4 νύχτες στο ξενοδοχείο, αν και μείναμε μόνο 3 νύχτες"
- συνώνυμο:
- χρέωση ,
- λογαριασμός
2. Advertise especially by posters or placards
- "He was billed as the greatest tenor since caruso"
- synonym:
- bill
2. Διαφημίστε ειδικά με αφίσες ή πλακάτ
- "Θεωρήθηκε ως ο μεγαλύτερος τενόρος από τον καρούζο"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός
3. Publicize or announce by placards
- synonym:
- placard ,
- bill
3. Δημοσιοποίηση ή ανακοίνωση με πλακάτ
- συνώνυμο:
- πλακάτ ,
- λογαριασμός